Πρώτη στον κόσμο η Ελλάδα στην κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου

Οι έλληνες παραγωγοί έχουν επαναπαυτεί στο ότι η Ελλάδα βγάζει καλό λάδι και δεν επενδύουν όσο θα έπρεπε στη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος. Από την άλλη, οι καταναλωτές, αν και βρίσκονται σε έναν κυκεώνα πληροφοριών, αγνοούν βασικά χαρακτηριστικά του καλού ελαιολάδου

Της Σοφίας Χριστοφορίδου

 

Τα παραπάνω επισημάνθηκαν από πανεπιστημιακούς καθηγητές και υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κατά τη διάρκεια ημερίδας που διοργάνωσε η “Μ” στα Μουδανιά. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε σε μια προσπάθεια ενημέρωσης τόσο του καταναλωτικού κοινού όσο και των ελαιοπαραγωγών και των ελαιουργών της Χαλκιδικής, ενώ μετά το πέρας της οι ομιλητές δέχτηκαν δεκάδες ερωτήσεις από το κοινό. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της επίσκεψής της στη Χαλκιδική για την ημερίδα της “Μ”, η προϊσταμένη του τμήματος Ελαίας του υπουργείου πραγματοποίησε ενημερωτικές συναντήσεις στη Διεύθυνση Γεωργίας της νομαρχίας Χαλκιδικής και στις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών του νομού, όπου ενημέρωσε τους ελαιοπαραγωγούς για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική στον τομέα της ελαιοκομίας.

ΑΓΝΟΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ 

ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΔΙ

Σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε πριν από τρία χρόνια το τμήμα Χημείας του ΑΠΘ, οι έλληνες καταναλωτές επιλέγουν γευστικά επίθετα όπως το παραδοσιακό (59%), γνήσιο (53%) και αυθεντικό (38%), για να κατατάξουν το ελαιόλαδο, εκφράσεις όμως που στερούνται περιεχομένου.

“Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ενημέρωση του καταναλωτή. Απαιτείται ολοκληρωμένη εκπαίδευση των καταναλωτών γύρω από το ελαιόλαδο. Όχι μόνο βομβαρδισμός πληροφοριών και διαφημιστικών μηνυμάτων, αλλά ουσιαστική εκπαίδευση από την προσχολική ηλικία”, υποστήριξε η αναπληρωτής καθηγήτρια στο τμήμα Χημείας του ΑΠΘ Μαρία Τσιμίδου.

“Οι καταναλωτές πρέπει να μάθουν να εκτιμούν την πικρή, πικάντικη, στυφή γεύσης ενός παρθένου ελαιολάδου ως γνήσια γευστικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, που υποδηλώνουν την παρουσία πολύτιμων συστατικών π.χ. ολικών πολικών φαινολών” επισήμανε. Η περιεκτικότητά του λαδιού σε ολικές πολικές φαινόλες και τοκοφερόλες σχετίζεται με την οξειδωτική του σταθερότητα. Η πιο σημαντική φαινολική ένωση του ελαιολάδου είναι η υδρoξυτυροσόλη, που ενισχύει την ικανότητα του οργανισμού να δεσμεύει ελεύθερες ρίζες, έχει προστατευτικό ρόλο εναντίον των καρδιαγγειακών νοσημάτων, του καρκίνου και της γήρανσης, συμβάλλει στην οξειδωτική σταθερότητα του ελαιολάδου και στη διατηρησιμότητα των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων. Εχθρός αυτών των πολύτιμων αντιοξειδωτικών συστατικών είναι το φως, η υψηλή θερμοκρασία και το οξυγόνο, για αυτό και η κ. Τσιμίδου πρότεινε στους καταναλωτές να προτιμούν μικρές συσκευασίες ανοξείδωτες ή από σκούρο γυαλί και να αγοράζουν τόσο λάδι όσο μπορούν να καταναλώσουν σε μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να αποφεύγεται η φωτοοξείδωση.

ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΠΑΥΟΜΑΣΤΕ

“Τα τελευταία χρόνια η ποιότητα του ελαιολάδου έχει βελτιωθεί αισθητά και η διατροφική του αξία είναι πια γνωστή στο καταναλωτικό κοινό. Εκεί που υστερούμε είναι στην προώθηση του προϊόντος”, εκτίμησε ο διευθυντής της σχολής Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης Απόστολος Κυριτσάκης, υπογραμμίζοντας ότι ευθύνες φέρουν και ο Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών αλλά και οι συνεταιριστικές οργανώσεις.

“Με κατάλληλους χειρισμούς, οι ελαιουργοί μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση καλύτερης ποιότητας και εικόνας του ελαιολάδου, αφού η ποιότητα του επηρεάζεται σε ποσοστό μέχρι και 30% στο ελαιουργείο”, υποστήριξε. Ο κ. Κυριτσάκης επέστησε την προσοχή των παραγωγών και των ελαιουργών σε θέματα διασφάλισης της ποιότητας. “Επαναπαυόμαστε στο ότι βγάζουμε καλό λάδι, όμως αυτό δεν αρκεί. Είναι επιβεβλημένη η πιστοποίηση των ελαιουργείων μας κατά HACCP, εκεί φαίνονται οι κίνδυνοι σε κάθε στάδιο”, σημείωσε. Όπως ανέφερε, υπάρχουν άλλες χώρες που δεν έχουν την ελαιουργική παράδοση της Ελλάδας και δίνουν μεγάλη έμφαση σε αυτό τον τομέα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ελαιοτριβεία της Αλβανίας, που ο ίδιος διαπίστωσε ότι ήταν πεντακάθαρα, σε αντίθεση με τα ελληνικά.

ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

“Δυστυχώς το λάδι μας δεν είναι το καλύτερο, όπως το διαφημίζουμε” εκτίμησε η προϊσταμένη του τμήματος Ελαίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Ελένη Τζαβάρα, κάνοντας λόγο για τα προβλήματα που διαπίστωσε η ίδια κατά τη διαδικασία παραγωγής και ελαιοποίησης. Σύμφωνα με όσα ανέφερε η κ. Τζαβάρα, η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα στον κόσμο στην κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου. Από τους 400.000 τόνους ελαιόλαδο που παράγεται στην Ελλάδα, οι 200.000 – 250.000 αυτοκαταναλώνονται, εκ των οποίων οι 60.000 τόνοι σε χύμα μορφή, χωρίς τους απαραίτητους ελέγχους. Επιπλέον, από τους 120.000 τόνους που εξάγονται, το 95% εξάγεται σε χύμα μορφή, κυρίως στην Ιταλία. “Αποτέλεσμα αυτού του προσανατολισμού είναι η μικρή προστιθέμενη αξία και τα μικρά περιθώρια κέρδους που αναλογούν στις μικρές επιχειρήσεις και στον έλληνα παραγωγό”, επισήμανε η κ. Τζαβάρα, προσθέτοντας: “Με τη νέα ΚΑΠ μπαίνουμε πλέον σε μια νέα λογική, αυτή της παραγωγής ανταγωνιστικών, ποιοτικών προϊόντων, ασφαλών για τον καταναλωτή. Η ελληνική ελαιοκαλλιέργεια θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ακολουθώντας εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας, φιλικές προς το περιβάλλον. Η δευτερογενής μεταποίηση θα πρέπει να επενδύσει σοβαρά και να παράγει πιστοποιημένα προϊόντα με μικρό κόστος, με ελληνικά brand name, ώστε να μπορεί να γίνει προώθηση του ελληνικού προϊόντος σε νέες αγορές”.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s