Οι εναλλακτικές εκτιμήσεις της μελέτης για το 2004 κατέγραψαν στη χώρα μας την ύπαρξη 230.000 έως 330.000 παράνομων μεταναστών. Δηλαδή ένας στους τέσσερις μετανάστες ζει και εργάζεται στη χώρα μας παράνομα.
Αν και η εφαρμογή στην περίοδο 1998-2006 των τριών προγραμμάτων νομιμοποίησης (1998, 2001, 2005) εκτιμάται ότι συνέβαλε στη διαχρονική μείωση του αριθμού των παράνομων μεταναστών, ωστόσο ο αριθμός των παράνομων μεταναστών παραμένει σημαντικός. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αφίξεις νέων λαθρομεταναστών, που εκτιμάται σε περίπου 30.000 το χρόνο και στον πιθανώς μικρό αλλά άγνωστο αριθμό των μεταναστών που μετά την όποια προσωρινή νομιμοποίηση περιέρχονται ξανά σε καθεστώς παρανομίας. Τα προγράμματα νομιμοποίησης βελτίωσαν τις συνθήκες διαβίωσης των παράνομων μεταναστών και προσέφεραν πληροφορίες για την έκταση του φαινόμενου. Επίσης αυτά δρομολόγησαν τη δραστική μείωση των απελάσεων και μείωσαν το μέγεθος της παράνομης απασχόλησης.
Είναι γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει ακόμη αναπτύξει μια μακροχρόνια και βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική, ούτε έχει εφαρμόσει ένα σταθερό και επίσημο σύστημα υποδοχής και καταγραφής των μεταναστών. Δεν υπάρχει διαθέσιμη πληροφόρηση για τον αριθμό των ατόμων, παράνομων ή νόμιμων, που επιστρέφουν οικειοθελώς στη χώρα προέλευσής τους. Παρά τις νομικές ρυθμίσεις σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή (απελάσεις), που έχουν εναρμονιστεί με τη νομοθεσία της Ε.Ε., υπάρχει έλλειψη νομοθετικών ρυθμίσεων για την ενθάρρυνση της εθελουσίας επιστροφής.
Ελκυστική λύση για τους εργοδότες
Η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία επέδειξε έναν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης λόγω και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων καθώς και της συνακόλουθης άνθησης του κατασκευαστικού τομέα. Η απασχόληση των παράνομων μεταναστών φαίνεται μια ελκυστική επιλογή τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Σε μια χώρα με εκτεταμένη παραοικονομία τέτοια απασχόληση είναι τουλάχιστον ευέλικτη και φτηνή. Επιπλέον υπάρχουν σημαντικά πρόσθετα οφέλη για τους εργοδότες, όπως η μη πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών, άγνοια της νομοθεσίας για την υγεία και την ασφάλεια και μειωμένες από κάθε άποψη απαιτήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο θεσμός της προσωρινής νόμιμης μετανάστευσης δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς στη χώρα μας.
Από την ανάλυση των πρωτογενών στοιχείων της έρευνας εργατικού δυναμικού, με την υπόθεση ότι οι ανασφάλιστοι μετανάστες αντιπροσωπεύουν τον πληθυσμό των παράνομων μεταναστών στη χώρα μας, προκύπτει ότι οι παράνομοι μετανάστες γενικά απασχολούνται σε τομείς που εμφανίζουν παραοικονομική δραστηριότητα και ένταση ανειδίκευτης εργασίας, όπως είναι οι κατασκευές, οι μικρομεσαίες βιοτεχνίες (ενδύματα), η συντήρηση και επισκευή κατοικιών, η γεωργία, η φροντίδα ηλικιωμένων και παιδιών, οι οικιακοί βοηθοί, ο τουρισμός, τα εστιατόρια και υπαίθριοι μικροπωλητές.
Οικονομική επίδραση
Η οικονομική επίδραση της παράνομης μετανάστευσης επικεντρώνεται κυρίως στο επιπρόσθετο μη μισθολογικό κόστος εργασίας (εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρος εισοδήματος), καθώς και στις επιπτώσεις της στη διάρθρωση της απασχόλησης (συγκέντρωση των παράνομων μεταναστών σε μικρές επιχειρήσεις και άλλες άτυπες οικονομικές δραστηριότητες που διευρύνουν την παραοικονομία). Είναι προφανές ότι η συμβολή των μεταναστών στην οικονομία και στο κοινωνικό σύστημα είναι πολύ λιγότερο φανερή εξαιτίας της παράνομης μετανάστευσης και εργασίας. Αρκετές από τις εργασίες που εκτελούνται από παράνομους μετανάστες δύσκολα καθίστανται ορατές. Τέτοιες είναι οικιακοί βοηθοί, εργάτες γεωργίας καθώς και παρέχοντες προσωπικές υπηρεσίες, που αποτελούν δραστηριότητες ιδιαίτερα “χρήσιμες” και αποδεκτές στις τοπικές κοινωνίες. Σε κάθε περίπτωση οι παράνομοι μετανάστες έχουν θετικές και αρνητικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Στη θετική πλευρά, οι παράνομοι μετανάστες προσφέρουν αυξημένη κινητικότητα εργασίας και ευκαμψία μισθών και διευρύνουν τις στενές μισθολογικές διαφορές ανάμεσα σε ανειδίκευτη και ειδικευμένη εργασία που διατηρήθηκε τεχνητά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 υπό τις πιέσεις των συνδικάτων και την πολιτική κατώτατων μισθών [Fakiolas (2000), Glytsos (2005)]. Επομένως τείνουν να αυξάνουν την οικονομική αποδοτικότητα, η οποία είναι αναγκαία στα πλαίσια του οικονομικού ανταγωνισμού.
Ποιοι ωφελούνται
και ποιοι πλήττονται
Επιπλέον, πολλές μελέτες δείχνουν ότι γενικά η εργασία μεταναστών (νόμιμη και παράνομη) είναι συμπληρωματική και δεν υποκαθιστά αυτή των Ελλήνων. Επομένως η επίδραση της μεταναστευτικής απασχόλησης στην οικονομία φαίνεται γενικά θετική, αν και μερικές εγχώριες ομάδες χαμηλά ειδικευμένων είναι πιθανό να χάνουν από αυτή την εξέλιξη. Για την περίπτωση των παράνομων μεταναστών, οι Sarris και Zografakis (1999) υπολογίζουν θετικές επιδράσεις στο εισόδημα αλλά ποικίλες στους μισθούς ανάλογα με την κατηγορία εργαζομένων. Οι ανειδίκευτοι εργάτες και αυτοί που προσλαμβάνονται ως εργάτες στη γεωργία είναι ανάμεσα στους πληγέντες, ενώ τα αγροτικά νοικοκυριά όλων των εισοδηματικών τάξεων εμφανίζονται ωφελημένα από τη μετανάστευση. Τα φτωχά και μεσαίων εισοδημάτων αστικά νοικοκυριά με αρχηγό ανειδίκευτο εργάτη βιώνουν μια σαφή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ τα αστικά νοικοκυριά με αρχηγό ειδικευόμενο εργάτη ή εκτός εργατικού δυναμικού, όπως συνταξιούχοι, φαίνεται να ωφελούνται. Επιπλέον, η παράνομη μετανάστευση οδηγεί σε μείωση των πραγματικών μισθών των ανειδίκευτων εργατών και σε μια αύξηση στους αντίστοιχους των ειδικευμένων.
Λιγότερες εισφορές
στα ασφαλιστικά ταμεία
Από την άλλη πλευρά η απασχόληση παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα διευρύνει το σχετικά υψηλό μέγεθος της παραοικονομίας ή ακριβέστερα το μέγεθος της άτυπης οικονομίας. Ωστόσο η παραοικονομία στην Ελλάδα επηρεάζεται και από πολλούς άλλους διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως οι υψηλές υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές, η άνιση παροχή κοινωνικών επιδομάτων, οι ακαμψίες της αγοράς εργασίας, οι αδυναμίες στη δημόσια διοίκηση κτλ. Εμβάσματα συναλλάγματος στο εξωτερικό και επιδείνωση του ισοζυγίου είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που ενισχύεται από την παράνομη μετανάστευση.
Από δημοσιονομικής άποψης, ενώ οι νόμιμα απασχολούμενοι μετανάστες συνεισφέροντας στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης και πληρώνοντας φόρους συμβάλλουν στην ιατρική τους περίθαλψη και στη χρήση του επιδοτούμενου μέρους των υποδομών (π.χ. σχολεία, νοσοκομεία, αστικές συγκοινωνίες), κάτι ανάλογο δεν ισχύει για τους παράνομους, οι οποίοι υπόκεινται μόνο σε έμμεση φορολογία (ΦΠΑ, Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης). Ωστόσο, λόγω του χαμηλού τους εισοδήματος, πολλοί λίγοι νόμιμοι μετανάστες πληρώνουν φόρο. Δεδομένου αυτού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι παράνομοι μετανάστες κατά μέσο όρο έχουν χαμηλότερο φορολογητέο εισόδημα από τους νόμιμους, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του φόρου εισοδήματος χάνεται εξαιτίας της παράνομης μετανάστευσης. Κατά συνέπεια η βασική αρνητική επίδραση της παράνομης μετανάστευσης στα δημόσια έσοδα προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι δεν συνεισφέρουν στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Οι Κανελλόπουλος κ.ά. (2006) εκτιμούν με έναν πρόχειρο υπολογισμό ότι τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης χάνουν από την παράνομη μετανάστευση ένα ποσό γύρω στο 10-20% των εισφορών που πληρώνονται από τους νόμιμους μετανάστες. Επιπλέον, θεωρώντας ένα σταθερό εκπαιδευτικό κόστος για κάθε μαθητή εκτιμούν ότι το 1% των δημοσίων δαπανών εκπαίδευσης αποδίδεται στα παιδιά των παράνομων μεταναστών. Επιπλέον ένα σημαντικό κόστος της παράνομης μετανάστευσης για την κοινωνική ευημερία φαίνεται να συνδέεται με τις αυξημένες δαπάνες της δημόσιας τάξης και της φύλαξης των συνόρων.
Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από αποσπάσματα της μελέτης του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Α. Κόντη με τίτλο “Οι οικονομικές επιπτώσεις της απασχόλησης των μεταναστών κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν”. Η περίληψη έγινε με ευθύνη της σύνταξης. Το πλήρες κείμενο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.imepo.gr/documents/epiptoseisAEP.pdf )