Η σημαντικότερη αλλαγή για την ελληνική οικονομία ήταν η μετανάστευση 

Η μετανάστευση μεγάλου αριθμού ατόμων προς την Ελλάδα κατά την περίοδο της δεκαετίας τους 1990 είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη αλλαγή στην αγορά εργασίας για την περίοδο των τελευταίων 17 ετών και ίσως η σημαντικότερη αλλαγή για την ελληνική οικονομία γενικά. Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2001, ο αριθμός των μεταναστών ήταν 762.000 και αντιστοιχεί στο 7% του πληθυσμού των Ελλήνων. Εξ αυτών οι 413 χιλιάδες έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα με σκοπό να εργασθούν και αποτελούν το 9% του εργατικού δυναμικού. Οι συνέπειες μιας τόσο σημαντικής εισροής αλλοδαπών στο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας είχε και εξακολουθεί να έχει σημαντικές συνέπειες σχεδόν σε κάθε πλευρά της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Το μέγεθος του δείγματος επί του οποίου βασίζεται η στατιστική ανάλυση της παρούσας έρευνας είναι 607 μετανάστες. Τα στοιχεία ελήφθησαν την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2006 με ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από τους ερευνητές επί τη βάσει των απαντήσεων που έδιναν οι ερωτώμενοι μετανάστες. Οι κύριες χώρες προέλευσης είναι η Αλβανία και η Βουλγαρία με ποσοστά 46% και 10% αντίστοιχα στο συνολικό αριθμό, και έπονται η Ρωσία, η Ουκρανία κτλ. Ο αριθμός των ανδρών είναι μεγαλύτερος του αριθμού των γυναικών, αν και υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές κατά χώρα. Στους μετανάστες από τη Βουλγαρία, τη Ρωσία και την Ουκρανία υπερτερούν σημαντικά οι γυναίκες, ενώ από την Αλβανία και τις άλλες χώρες (στις οποίες περιλαμβάνονται το Ιράκ, το Ιράν, η Αίγυπτος, το Μπανγκλαντές) υπερτερούν σημαντικά οι άνδρες.

Τα δύο τρίτα (ή το 67%) των μεταναστών είναι κάτω των σαράντα ετών. Ο σκοπός των μεταναστών, γενικά και ανεξαρτήτως επαγγελματικής κατηγορίας και τομέα απασχόλησης, είναι η εργασία και η απόκτηση εισοδήματος. Εντούτοις το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των μεταναστών είναι σχετικά υψηλό 21% περίπου. Το 68% εξ αυτών θεωρεί ότι η παρούσα της απασχόληση είναι σταθερή, ενώ το υπόλοιπο 32% θεωρεί ότι η απασχόλησή του δεν είναι σταθερή. Το ποσοστό των μεταναστών που κάνει περισσότερες της μιας δουλειάς είναι 29%. Η διάμεσος της παραμονής στην Ελλάδα είναι περίπου οκτώ χρόνια, δηλαδή το 50% των μεταναστών βρίσκονται στη χώρα μας για λιγότερα από οκτώ χρόνια και το άλλο 50% για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ήρθαν για να μείνουν

Για μια σημαντική αναλογία μεταναστών (124 στους 548 ή 22,6%) το σύνολο της οικογένειας βρίσκεται ήδη στην Ελλάδα, ενώ για τους υπόλοιπους υπάρχει ένα τουλάχιστον μέλος της οικογενείας τους που παραμένει στην πατρίδα τους. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι μετανάστες που βρίσκονται εδώ με τις οικογένειές τους θεωρούν τους εαυτούς τους ως μονίμους κατοίκους της Ελλάδος. Οι προθέσεις των υπολοίπων μπορεί να είναι είτε η επιστροφή στη χώρα τους, δεδομένου ότι οι οικογένειές τους βρίσκονται εκεί, είτε η προσπάθεια να φέρουν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα.

Μια μεγάλη αναλογία μεταναστών (43%) προτίθεται να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι προτίθενται να επιστρέψουν κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου επιστροφής. Ένα σημαντικό ποσοστό (22%) ανέφερε ότι βρίσκεται στην Ελλάδα προσωρινά, ένα εξίσου σημαντικό ποσοστό (18%) ότι θα μείνει πολύ καιρό στην Ελλάδα, αλλά θα επιστρέψει και τέλος το υπόλοιπο (18%) ανέφερε ότι θα μείνει προσωρινά στην Ελλάδα αλλά δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο επιστροφής.

Ενδεικτικά των προθέσεων των μεταναστών ως προς την παραμονή τους είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα. Ένα ποσοστό 39% (197 από τους 500) αυτών έκαναν το πρώτο μεταναστευτικό ταξίδι στην Ελλάδα πριν το 1996 και βρίσκονται εδώ τουλάχιστον για μια δεκαετία. Η διάρκεια αυτή είναι αρκετά μεγάλη για να υποδηλώνει πραγματική πρόθεση παραμονής στην Ελλάδα μονίμως. Ένα ποσοστό 15%, δηλαδή 77 από το σύνολο των 500 μεταναστών, είχαν μεταναστεύσει για πρώτη φορά σε άλλη χώρα και ότι 341 εκ των 500, δηλ ποσοστό 68%, είχε ταξιδεύσει με επίσημα έγγραφα. Η ύπαρξη επισήμου εγγράφου εισόδου, π.χ. τουριστική βίζα, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη νόμιμη παραμονή, δεδομένου ότι σημαντικός αριθμός εξ αυτών παραμένει στη χώρα παράνομα μετά την εκπνοή της άδειας παραμονής.

Με πτυχία στο γιαπί

Ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται ότι το 67% των μεταναστών έχει τελειώσει τουλάχιστον τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενώ το 23% έχει πανεπιστημιακό ή μεταπτυχιακό τίτλο. Η θετική συσχέτιση επιπέδου εκπαίδευσης και επιπέδου διαβίωσης δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί με πανεπιστημιακή εκπαίδευση που βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης και αντίστροφα.

Περίπου τα δύο τρίτα (65%) των ερωτηθέντων απήντησαν ότι εργάζονται ως ανειδίκευτοι εργάτες ή παρέχουν διάφορες υπηρεσίες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών του δείγματος ανήκε στην κατηγορία των επιστημόνων και διευθυντικών στελεχών (44 και 4 αντίστοιχα). Μετά τη μετακίνησή τους στην Ελλάδα μόνο τέσσερις ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Αυτό αποτελεί απώλεια ανθρωπίνου κεφαλαίου και είναι μέρος του φαινομένου της υπερεκπαίδευσης των μεταναστών που παρουσιάζει ιδιαίτερη ένταση μεταξύ των μεταναστών. Το 44% των απασχολουμένων στην Ελλάδα μεταναστών είναι σε νοικοκυριά που απασχολούν οικιακές βοηθούς, στις κατασκευές και σε ξενοδοχεία και εστιατόρια.

Οι μισοί περίπου μετανάστες (48%) δήλωσαν ότι η εργασία που κάνουν είναι κατώτερη των προσόντων τους. Το ποσοστό αυτό διαφέρει σημαντικά μεταξύ ανδρών (33%) και γυναικών (78%). Υπάρχουν βέβαια μετανάστες των οποίων οι δουλειές είναι ανώτερες των προσόντων τους (12%) αλλά και εδώ οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι σημαντικές, δηλαδή 17% για τους άνδρες και 2,5% για τις γυναίκες.

Το φαινόμενο της ετεροαπασχόλησης (δηλαδή της απασχόλησης σε εργασίες διαφορετικές από αυτές στις οποίες εργάζονταν προηγουμένως) και το φαινόμενο της υπερεκπαίδευσης (δηλαδή της απασχόλησης σε εργασίες κατώτερες των προσόντων τους) είναι αρκετά εκτεταμένα μεταξύ των μεταναστών. Βέβαια είναι πιθανόν η απασχόληση των μεταναστών σε δουλειές που απαιτούν λιγότερα προσόντα απ’ όσα οι ίδιοι έχουν να είναι προσωρινό φαινόμενο, οφειλόμενο στην άγνοια της ελληνικής γλώσσας και της αγοράς εργασίας των διαφόρων επαγγελμάτων. Με την πάροδο του χρόνου και με την απόκτηση εμπειρίας και πληροφοριών το φαινόμενο αυτό μπορεί να μειώνεται σε σημασία.

Οσο “παλιώνουν” αυξάνεται ο μισθός

Το 72% των μεταναστών έχει μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 450 και 1.050 ευρώ, ένα μικρό ποσοστό (11,6%) έχει πολύ μικρά εισοδήματα, δηλαδή κάτω των 450 ευρώ και ένα εξίσου μικρό ποσοστό (11,3%) έχει εισοδήματα μεταξύ 1.050 και 1.500 ευρώ. Ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό (5,1%) έχει εισοδήματα μεταξύ 1.500 και 5.100 ευρώ. Οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι σημαντικές. Το 50% των γυναικών έχει μηνιαίο εισόδημα κάτω των 600 ευρώ, ενώ για τους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 27%. Αντίθετα το 24% των ανδρών έχει εισόδημα άνω των 1.050 ευρώ, ενώ για τις γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 5%. Η διαφορά αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι 250 ευρώ κατά μέσον όρο. Με άλλα λόγια, η μέση αμοιβή των γυναικών είναι ίση με το 73% της αμοιβής των ανδρών.

Μόνον όσοι έχουν μεταπτυχιακές σπουδές φαίνεται να έχουν σαφώς υψηλότερα εισοδήματα. Είναι πολύ πιθανόν το αποτέλεσμα αυτό να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, π.χ. το ενδεχόμενο οι μετανάστες να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις του στο επάγγελμα ή να εργάζονται σε επαγγέλματα διαφορετικά εκείνων για τα οποία απέκτησαν γνώσεις.

Σημαντικός παράγοντας στον προσδιορισμό των αμοιβών των μεταναστών μπορεί να είναι η διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα. Με την πάροδο του χρόνου, οι μετανάστες έχουν περισσότερες ευκαιρίες να γνωρίσουν τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς εργασίας, τους τομείς και τις περιοχές όπου οι αμοιβές είναι καλύτερες, να αποκτήσουν γνωριμίες με άλλους εργαζόμενους και εργοδότες κτλ. Συνεπώς, μακροχρονίως είναι σε θέση να αποκτήσουν πληροφορίες για την αγορά εργασίας και να τις αξιοποιήσουν για τη μεγιστοποίηση των εισοδημάτων τους. Η αναλογία των μεταναστών που έχουν μηνιαίο εισόδημα κάτω των 600 ευρώ μειώνεται σημαντικά καθώς αυξάνει ο χρόνος παραμονής στην Ελλάδα. Αντίθετα το ποσοστό εκείνων που έχουν μηνιαίο εισόδημα άνω των 1.050 ευρώ αυξάνει σημαντικά. Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι ενδεικτικές των παραγόντων που μπορεί να επηρεάζουν το ύψος των εισοδημάτων.

Ένα μέρος του εισοδήματος των μεταναστών δαπανάται για να καλυφθούν οι καταναλωτικές ανάγκες του ιδίου καθώς και της οικογένειας που τους συνοδεύει στη χώρα προορισμού. Το υπόλοιπο μέρος του εισοδήματος μπορεί να αποταμιευθεί ή να αποσταλεί στην οικογένεια και τους συγγενείς του μετανάστη στη χώρα προέλευσης ή και τα δύο.

Στέλνουν στη χώρα τους 

1 δισεκατομμύριο ευρώ

Η αναλογία των μεταναστών που στέλνει εμβάσματα στη χώρα προέλευσης είναι 55%. Το μέσο μηνιαίο ποσό των εμβασμάτων είναι 337 ευρώ. Ο ακριβής αριθμός των μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα μας σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο δεν είναι γνωστός, λόγω της κινητικότητας των μεταναστών, κυρίως των γειτονικών χωρών. Επίσης, δεν είναι γνωστός ο αριθμός των ανέργων. Μια λογική εκτίμηση είναι να υποθέσουμε ότι περίπου 450.000 μετανάστες εργάζονται μέσα σε κάθε χρονική περίοδο. Με βάση αυτά τα δεδομένα υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο το συνολικό ποσό των εμβασμάτων είναι περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ.

Το 41% των μεταναστών στέλνει εμβάσματα κάθε μήνα που δεν υπερβαίνουν τα 150 ευρώ. Το 20% των μεταναστών στέλνει εμβάσματα μεταξύ των 150 και 250 ευρώ μηνιαίως και ένα πρόσθετο 14% μεταξύ 250 και 400 ευρώ μηνιαίως. Η μέση τιμή των μηνιαίων εμβασμάτων είναι 337 ευρώ για το σύνολο των μεταναστών, 412 ευρώ για τους άνδρες και 234 για τις γυναίκες. Το μέγεθος των εμβασμάτων ως ποσοστό της αμοιβής, δηλαδή η μέση ροπή προς μεταβίβαση είναι 42% για το σύνολο των μεταναστών που στέλνουν εμβάσματα, 45% για τους άνδρες και 35% για τις γυναίκες. Ο κύριος λόγος αποστολής εμβασμάτων είναι η βοήθεια προς την οικογένεια (90%) και έπεται σε πολύ μικρότερη συχνότητα η αποστολή εμβασμάτων για αγορά περιουσιακών στοιχείων και για εξόφληση χρεών. Χρηματικά ποσά που μεταφέρονται από τους ιδίους τους μετανάστες όταν επισκέπτονται την πατρίδα τους, είτε με φίλους και γνωστούς ή με άλλα άτομα, δεν καταγράφονται ως εμβάσματα. Κατά συνέπεια, οι επίσημες στατιστικές περί του μεγέθους των μεταναστευτικών εμβασμάτων υποεκτιμούν σημαντικά τα πραγματικά μεγέθη.

Αποταμιεύουν μισό δισ. ευρώ ετησίως

Οι μετανάστες οι οποίοι έχουν αρκετά υψηλό εισόδημα, αλλά δεν στέλνουν εμβάσματα στην πατρίδα τους, έχουν τη δυνατότητα αποταμίευσης μέρους του εισοδήματός τους. Οι μισοί μετανάστες (51%) αποταμιεύουν μέχρι 100 ευρώ μηνιαίως, ενώ το 20% αποταμιεύει πάνω από 300 ευρώ. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποταμιεύσεις έχουν τη μορφή τραπεζικών καταθέσεων, υπάρχει όμως και ένα σημαντικό ποσοστό (20%) που κρατούν τις αποταμιεύσεις τους σε ρευστά στο σπίτι όπου διαμένουν, κυρίως όταν πρόκειται..

Ταυτόχρονα το 56% των μεταναστών αποταμιεύει περίπου 185 ευρώ μηνιαίως. Με αυτά τα δεδομένα υπολογίζεται ότι το συνολικό ποσό των αποταμιεύσεων των μεταναστών είναι περίπου 560 εκατ. ευρώ, ετησίως. Οι ροές αυτές εμβασμάτων και αποταμιεύσεων επηρεάζουν το ισοζύγιο των πληρωμών καθώς επίσης και τις τραπεζικές εργασίες των εμπορικών τραπεζών.

Η οικονομετρική ανάλυση της αποστολής εμβασμάτων έδειξε ότι γενικά αποστολείς εμβασμάτων είναι οι μετανάστες που δεν έχουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα, οι μετανάστες που έχουν σταθερή απασχόληση και οι άνδρες. Οι μετανάστες που έχουν υψηλότερο εισόδημα και οικογένεια στη χώρα από την οποία προέρχονται στέλνουν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά. Οι μετανάστες οι οποίοι έχουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα και οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια χρόνου παραμονής στην Ελλάδα στέλνουν μικρότερα ποσά.

Αναμένεται ότι με την πάροδο του χρόνου και με την επανένωση των οικογενειών των μεταναστών, ο όγκος των εμβασμάτων από την Ελλάδα προς τις χώρες προέλευσης θα μειωθεί, εφ’ όσον βέβαια δεν αυξάνει ή δεν ανανεώνεται ο πληθυσμός των μεταναστών που βρίσκονταν στη χώρα μας.

Μετανάστες – επιχειρηματίες

Οι μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα μας έχουν αναπτύξει σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα, είτε ως εργοδότες που προσλαμβάνουν εργατικό δυναμικό, είτε ως αυτοαπασχολούμενοι. Τα χαρακτηριστικά αυτών των μεταναστών είναι ότι έχουν σχετικά μικρή ηλικία (για τους εργοδότες), ότι έχουν καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας (για τους αυτοαπασχολούμενους), ότι έχουν ανάλογη προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία στη χώρα προέλευσης και ότι η αναλογία των ανδρών είναι μεγάλη. Από την ανάλυση αυτή λείπει, λόγω ανυπαρξίας στοιχείων, η εξέταση της σημασίας της χρηματοδότησης στην ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είναι, όμως, γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι η χρηματοδότηση είναι σημαντικός παράγοντας για την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας και για την ανάπτυξη της επιχείρησης. Είναι πιθανό οι μετανάστες επιχειρηματίες να έχουν δυσκολίες πρόσβασης στις πηγές χρηματοδότησης, δηλαδή στις εμπορικές τράπεζες, είτε λόγω έλλειψης εγγυήσεων, είτε λόγω άγνοιας του θεσμικού – νομικού πλαισίου ή λόγω άλλων περιορισμών. Κατά συνέπεια είναι πιθανό ότι μία προσπάθεια δημιουργίας, από το τραπεζικό σύστημα, προγραμμάτων χρηματοδότησης που να ταιριάζει και να ικανοποιεί τις επιχειρηματικές ανάγκες των μεταναστών να είχε πολύ καλά αποτελέσματα για τα συμφέροντα όλων.

(Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από αποσπάσματα της μελέτης του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρου Λιανού με τίτλο “Μετανάστευση στην Ελλάδα. Αμοιβές, εμβάσματα, επιχειρηματικότητα” (Αθήνα, 2007). Η περίληψη έγινε με ευθύνη της σύνταξης). 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s