ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ποσότητες παρθένου ελαιολάδου από την Ελλάδα εξάγονται χύμα στην Ιταλία, συσκευάζεται και πωλείται στις αγορές της Ευρώπης ως ιταλικό, έχοντας ενσωματώσει σημαντική υπεραξία. Από τη 1 Ιουλίου 2009 ο ευρωπαίος καταναλωτής θα γνωρίζει την καταγωγή του ελαιολάδου που αγοράζει. Οι κανόνες που θεσπίστηκαν το 2002 είχαν καθιερώσει ως προαιρετική την επισήμανση για το συγκεκριμένο ελαιόλαδο, αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να αποτρέψουν την εξαπάτηση των καταναλωτών ως προς τα πραγματικά χαρακτηριστικά και την καταγωγή ορισμένων προϊόντων.
Της Σοφίας Χριστοφορίδου
Λόγω των γεωργικών συνηθειών ή των τοπικών μεθόδων παραγωγής ή ανάμειξης, τα ελαιόλαδα αυτά μπορεί να έχουν αρκετά διαφορετικές ιδιότητες και γεύσεις, ανάλογα με τη γεωγραφική τους προέλευση. Έτσι η αναγραφή της χώρας προέλευσης καθίσταται υποχρεωτική από τη 1 Ιουλίου 2009. Πρόκειται ουσιαστικά για την τροποποίηση του κανονισμού 1019/2002 σχετικά με τις προδιαγραφές εμπορίας ελαιολάδου, η οποία εγκρίθηκε στην Κομισιόν. Συγκεκριμένα:
> Το ελαιόλαδο που προέρχεται από μία μόνο χώρα θα έχει την ονομασία της χώρας καταγωγής.
> Τα μείγματα ελαιολάδου θα φέρουν την επισήμανση “μείγμα ελαιολάδων Ευρωπαϊκής Κοινότητας”, “μείγμα ελαιολάδων εκτός Ευρωπαϊκής Κοινότητας” ή “μείγμα ελαιολάδων καταγωγής Ευρωπαϊκής Κοινότητας και μη”.
> Ορισμένοι όροι, όπως φρουτώδες, πράσινο, ώριμο, απαλό και ισορροπημένο, οι οποίοι εισήχθησαν προσφάτως από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου, μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται στις ετικέτες του εξαιρετικού παρθένου και του παρθένου ελαιολάδου, εφόσον το ελαιόλαδο ανταποκρίνεται στους ορισμούς.
Οι νέοι κανόνες θα αρχίσουν να ισχύουν από τη 1 Ιουλίου 2009 και θα έλθουν να συμπληρώσουν τους κανόνες για τα ειδικά έλαια που προστατεύονται ως μέρος του συστήματος για τις γεωγραφικές ενδείξεις και προσφέρουν επιπλέον εγγυήσεις στους καταναλωτές ότι αυτό που αγοράζουν σε σφραγισμένο δοχείο είναι αντίστοιχο των προτιμήσεων και των προσδοκιών τους.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 160.000.000 ελαιόδενδρα σε παραδοσιακούς και σύγχρονους ελαιώνες σε όλη τη χώρα, από τους οποίους παράγονται 350.000 και πλέον τόνοι ελαιολάδου. Η χώρα μας, η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός εδώδιμων ελιών και ελαιόλαδου παγκοσμίως, κατέχει το 16% της διεθνούς αγοράς ελαιόλαδου. Ωστόσο το 92% του ελαιολάδου που εξάγεται δεν έχει ελληνική ετικέτα, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να θεωρούν ότι αγοράζουν ιταλικό λάδι. Οι νέες κοινοτικές ρυθμίσεις αναμένεται να λειτουργήσουν θετικά για την αγορά του ελληνικού ελαιολάδου.