Από βιοτέχνης οδηγός ταξί για το μεροκάματο

“Οδηγός ταξί είναι το επάγγελμα των πρώην βιοτεχνών και επαγγελματιών. Τι άλλο να κάνεις στα 50 σου;” Η ιστορία του Δημήτρη Γ. είναι η ιστορία χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρηματιών, που ξαφνικά βρέθηκαν να είναι το επόμενο κομμάτι του ντόμινο σε μια αγορά που καταρρέει. “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν συλλογικά και δεν το πήραμε είδηση”, λέει. 

Της Σοφίας Χριστοφορίδου
christoforidou@makthes.gr 

Κάποτε είχε δική του βιοτεχνία, που παρήγαγε παιδικά παπούτσια. Εδώ και δύο μήνες κάνει καθημερινά τη διαδρομή Γιαννιτσά – Θεσσαλονίκη, για να δουλέψει 12 ώρες ως οδηγός ταξί και να βγάλει ένα μεροκάματο, που πολλές φορές δεν ξεπερνά τα πέντε ευρώ. Ο Δημήτρης έχει τρεις κόρες που σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη και παράλληλα δουλεύουν για να καλύψουν τα έξοδά τους. “Εμείς στραγγίξαμε”, λέει.

Οικογενειακή υπόθεση
Η σχέση της οικογένειάς του με το υπόδημα πηγαίνει τρεις γενιές πίσω. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ο παππούς Δημήτρης έφυγε από το Αϊβαλί, για να αποφύγει τη θητεία στον τουρκικό στρατό. Πήγε στην Αίγυπτο και στη συνέχεια στη Γαλλία, έγινε υποδηματοποιός. Αργότερα εγκαταστάθηκε στον Βόλο και με την τέχνη του έζησε την οικογένειά του. Την ίδια πορεία ακολούθησε ο γιος του, στον οποίο είχε πει κάποτε, προφητικά, βλέποντας ότι έρχεται το τέλος του χειροποίητου υποδήματος: “Θα έρθει η ώρα, Αποστόλη, που θα φτιάχνετε παπούτσια με την κόφα”.
Ο Αποστόλης έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, αναζητώντας καλύτερη τύχη, και έφτιαξε ένα εργαστήριο υποδηματοποιίας στα Λαδάδικα. Ο δικός του γιος, ο Δημήτρης, αν και σπούδασε εργοδηγός σε τεχνική σχολή της εποχής, αποφάσισε να αναλάβει και να επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση. “Από το 1983 μέχρι το 1995 δουλέψαμε καλά. Είχαμε έξι επτά άτομα να δουλεύουν στη βιοτεχνία και άλλα τόσα σε φασόν. Δεν μας βοήθησε το κράτος με επιδοτήσεις, μόνοι μας δώσαμε τον αγώνα. Πήραμε δάνεια, αγοράσαμε μηχανήματα…” θυμάται.

Κομμάτια σε ένα ντόμινο
Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στα μέσα της δεκαετίας του ʽ90. “Τότε γίναμε πραγματικά μέλος της Ευρωπαϊκής  Ένωσης. Κόπηκε το πριμ εξαγωγής που έδινε το κράτος στις βιοτεχνίες, έφυγαν επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, έσβησε το φασόν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχασαν τη δουλειά τους στήριζαν την αγορά”, αναφέρει. Στη συνέχεια ήρθαν οι αθρόες εισαγωγές από την Κίνα. “Τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, έλεγα θα παλέψω να αντέξω. Σιγά σιγά οι καλοί πελάτες έγιναν κακοπληρωτές, έπρεπε να καλύπτω ακάλυπτες επιταγές. Κανείς δεν θέλει να αφήνει φέσια, αλλά έτσι και πέσει το πρώτο κομμάτι του ντόμινο παρασύρει και τα επόμενα”.
Το τέλος για τη βιοτεχνία του έφτασε πριν από μερικούς μήνες. “Το καλοκαίρι του 2009 πήρε η μπάλα πολύ κόσμο”, λέει. “Πήγαινα να δειγματίσω και όλοι μου έλεγαν ότι τα ελληνικά είναι πολύ ακριβά. Έπρεπε να εισπράξω, για να πληρώσω τους προμηθευτές και να αγοράσω πρώτες ύλες για τη νέα παραγωγή, όμως οι πελάτες δεν είχαν ρευστό. Πάλεψα μέσα μου δυο μήνες, έλεγα μήπως έρθει η ανάκαμψη. Τον Σεπτέμβριο αποφάσισα να βάλω λουκέτο. Για να μην μπω μέσα ακόμη περισσότερο πήρα την απόφαση. Προσπαθώ να πουλήσω τα μηχανήματά μου, αλλά ποιος να τα πάρει;”.

Μεροκάματο αβεβαιότητας

Στα 50 του χρόνια έπρεπε να βρει δουλειά. Έβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα και ανέβηκε στο ταξί. “Γνώρισα πολλούς οδηγούς που μέχρι πρότινος ήταν μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, δεν είμαι ο μόνος. Δεν είναι ότι κάναμε κάτι στραβά, απλώς αυτό που κατάλαβα είναι ότι σήμερα επιβιώνουν μόνο οι μεγάλοι”, λέει.
Κάθε μέρα περνάει 12 ώρες στο ταξί για να βγάλει ένα μεροκάματο και μετά ξανά στο τιμόνι για να επιστρέψει στα Γιαννιτσά, όπου διαμένει τα τελευταία χρόνια. Λίγες ώρες ύπνου και πίσω στη Θεσσαλονίκη, για το επόμενο 12ωρο, για να βγει το μεροκάματο. “Πρέπει να πληρώσω το καύσιμο, το ένσημό μου, τον ιδιοκτήτη του ταξί. Έρχονται φορές που βγάζω πέντε ευρώ καθαρά και άλλες που μπαίνω μέσα”. Καμιά φορά σκέφτεται ότι με τα χρήματα που έριξε στη βιοτεχνία θα μπορούσε να είχε αγοράσει μια άδεια ταξί, για να του μένει και κάτι. Αλλά πάλι, “αυτοί που έχουν ταξί πλήρωσαν 300.000 ευρώ για τον αέρα της άδειας και τώρα βρίσκονται στον αέρα. Αν ανοίξει το επάγγελμα του ταξί, θα χάσουν την αξία τους οι άδειες”, λέει. Οι αλλαγές που έρχονται και σε αυτόν τον κλάδο μεγαλώνουν την αβεβαιότητά του. “Επί 26 χρόνια πλήρωνα ΤΕΒΕ. Εντάξει, να μην πάρω σύνταξη στα 60 μου, αλλά το θέμα είναι να έχω δουλειά να δουλεύω μέχρι να πάρω σύνταξη. Παλεύαμε μια ζωή, αλλά είχαμε τη δική μας δουλειά. Τώρα ποιος έχει βεβαιότητα;”

Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» http://www.makthes.gr/news/reportage/53046/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s