Περιμένω έξω από ένα ΑΤΜ για να πληρώσω λογαριασμούς, όταν με πλησιάζει μια γιαγιά. Δεν είχε το κλασικό στυλ της ζητιάνας, περισσότερο έμοιαζε με την κυρα Κούλα που μένει απέναντι. «Θα μου κόψουν το νερό» μου λέει, «μαζεύω ένα ένα ευρώ για να το πληρώσω, μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;». Είχε τη ζακέτα στους ώμους της, χωρίς να φοράει τα μανίκια, φορούσε γυαλιά οράσεως και κρατούσε μπαστούνι στο ένα χέρι και το λογαριασμό της ΕΥΑΘ στο άλλο. Μου είπε ένα υπερβολικό ποσό για λογαριασμό νερού… «Καλά πόσο καιρό έχετε να πληρώσετε;». «Τι να κάνω, έπρεπε να πληρώσω τη ΔΕΗ και άφησα το νερό απλήρωτο για δύο χρόνια». Της πρότεινα να πάει να κάνει διακανονισμό, για να πληρώσει σε δόσεις. «Δεν μπορούσα να πάω μέχρι τώρα, γι’ αυτό μαζεύω τα λεφτά, για να δώσω την πρώτη δόση»!
Η γιαγιά δεν έμεινε άλλο στην τράπεζα, δεν άρχισε να ζητάει χρήματα και από άλλους. Απλώς απομακρύνθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν την είδα ούτε στην επόμενη γωνία του δρόμου να ζητιανεύει… Δεν φαινόταν ζητιάνα κατ’ επάγγελμα. (τώρα αν ήταν, ο Θεός και η ψυχή της). Φαινόταν μια γυναικούλα της διπλανής πόρτας. Που μάζευε λεφτά για το λογαριασμό του νερού (τον δικό της, των παιδιών της;) γιατί δεν έμαθε να είναι μπαταχτσού… Ίσως τα χρήματα που μάζευε δεν πήγαιναν καν για την πληρωμή του λογαριασμού… Δεν έχει σημασία.
Μια γυναίκα στα 70 και κάτι βγαίνει στο δρόμο για να παρακαλέσει αγνώστους για ένα και δύο ευρώ, για να μπορέσει να τα βολέψει, να πληρώσει σήμερα τη δόση για το φως, αύριο τη δόση για το νερό. Που καταντήσαμε; Και τι άλλο μέλλεται να δούμε;