Ο Αποστόλης Σαμπινόβσκι είναι Αυστραλός. Η μάνα του πήγε 30 χρονών από τη Φλώρινα στη Μελβούρνη, εκεί γνώρισε τον μετέπειτα άντρα της, που είχε έρθει από την Ωχρίδα παντρεύτηκαν και έκαναν δυο παιδιά. Τον γνώρισα μαζί με τη γυναίκα του και την κατάξανθη γλυκιά μικρή τους. Πλησίαζαν μεσάνυχτα, είχαμε μείνει εμείς και εμείς στο Νόστο και αφού γίναμε φιλενάδες με την Σέενα, καλέσαμε και τους γονείς της στην παρέα στην παρέα και αρχίσαμε τα «γειά μας» και τα «τσίερς». Το πρώτο σοκ ήταν όταν ο Αποστόλης (Πωλ τον φωνάζουν στην Αυστραλία) μου είπε για την ελληνίδα μάνα του και τον «μακεδόνα» πατέρα του. Αλλά με περίμενε κι άλλο, πιο ισχυρό σοκ, λίγο αργότερα.
Ο Αποστόλης ήταν εκεί γύρω στα 43 του χρόνια, άρα όταν είχε ξεσπάσει το ζήτημα με το όνομα της γειτονικής χώρας, στης αρχές της δεκαετίας του ’90, θα πρέπει να ήταν πάνω από 20 ετών. Όταν τον ρώτησα πως ήταν η κατάσταση στο σπίτι, με τους γονείς να είναι σε αντίπαλα «στρατόπεδα», μου απάντησε γελώντας ότι είχαν προλάβει να χωρίσουν όταν αυτός ήταν έξι ετών. «Δεν χώρισαν μόνο για αυτό, αλλά νομίζω και για αυτό» εξήγησε. «Μακεδόνες και Έλληνες πηγαίνουν στην ίδια ορθόδοξη εκκλησία αλλά δεν χωνεύονται» μου είπε και η γυναίκα του, η Βικτώρια, που βαφτίστηκε ορθόδοξη για χάρη του Αποστόλη.
Ο οποίος βέβαια δεν ήξερε γρι ελληνικά, γιατί η ελληνίδα μάνα τους μιλούσε… «μακεδονικά». «Βέβαια, στην νοοτροπία, η πεθερά μου είναι 100% Ελληνίδα» έσπευσε να διευκρινίσει η νύφη. Η οικογένεια του Αποστόλη ήρθε να δει τους «μακεδόνες» συγγενείς στην Ωχρίδα και έκανε μια στάση στη Θεσσαλονίκη, πριν συνεχίσει το ταξίδι για την Τουρκία. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ανάμεσα στα «τσίερς» και στα «γειά μας» μου ανέφεραν ότι πήγαν στο μουσείο. «Για εξήγησέ μας, όμως, γιατί κάτω από τα μακεδονικά ευρήματα είχε επιγραφές γραμμένες στα ελληνικά;» με ρώτησε ο Αποστόλης αφήνοντάς με άφωνη.
Προσπάθησα να δείξω αυτοσυγκράτηση και άρχισα να τους εξηγώ για τις ελληνικές πόλεις κράτη, για το βασίλειο των αρχαίων Μακεδόνων, τον Μέγα Αλέξανδρο («αυτόν θα τον έχετε ακουστά, δεν μπορεί» τους είπα, ελπίζοντας να μην ακούσω τίποτα χειρότερο) και τον δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη. Μετά έπρεπε να του πω για τα σλαβικά φύλα που ήρθαν πολύ αργότερα και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, το Βυζάντιο, τηνΟθωμανική Αυτοκρατορία, την ανεξάρτητη Βουλγαρία και τις βλέψεις της, το γλωσσικό ιδίωμα που ανέπτυξαν οι πληθυσμοί για να συνεννοούνται μεταξύ τους, τον Μακεδονικό Αγώνα και την Εξαρχία για να τον μπερδέψω κι άλλο, με τα παιχνίδια που παίχτηκαν την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, τους χειρισμούς των ελληνικών κυβερνήσεων επί δεκαετίες…
Η ώρα ήταν περασμένη και ο Πωλ είχε ήδη στριμώξει πολλές πληροφορίες μαζί με το αλκοόλ στο κεφάλι του. «Ώστε οι Σλάβοι ήρθαν πολύ αργότερα, ε;» μου είπε κάποια στιγμή και σκέφτηκα ότι δεν πήγε τελείως χαμένος ο κόπος μου.
Είναι οι Αυστραλοί πολύ μακριά για να ασχολούνται με τα δικά μας τα προβλήματα; Και η ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης, όπου ζει ο Αποστόλης- Πωλ Σαμπινόβσκι, τι κάνει; Μήπως ο φανατισμός των δύο κοινοτήτων, ελληνικής και σκοπιανής, απωθεί τους υπόλοιπους που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ασχοληθούν; Κι εμείς; Γιατί δεν καταφέραμε να ταυτίσουμε στη συνείδηση των ξένων την Μακεδονία με τον μέγιστο των φιλοσόφων, τον Αριστοτέλη; Αν δεν είναι αυτό ένα ισχυρό brand name (για να χρησιμοποιήσω και εγώ μια έννοια της μοδός) ποιο είναι; Και πόσο πιο ισχυρό μπορεί να είναι αν δεν είναι μόνο μάρκετινγκ αλλά και ουσία. Και αλήθεια γραμμένη με ελληνικά γράμματα στους αρχαιολογικούς θησαυρούς μας;
Αυτά σκεφτόμουν, όταν η μικρή του Αποστόλη- Πωλ είχε αρχίσει να νυστάζει και κάπως έτσι κλείσαμε το θέμα της Μακεδονίας, τους αποχαιρετίσαμε και ευχηθήκαμε καλές διακοπές.
Φωτ: Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης