Για τον Κωστή

tzanidisΕίναι αυτός, ο πιο όμορφος μήνας του χρόνου, ο Μάης, που έχει σημαδευτεί απο την απώλεια. Πριν από 13 χρόνια του μπαμπά μου, πριν από τρεις βδομάδες του αγαπημένου μου φίλου. Και οι δυο τους θα γιόρταζαν σήμερα…. Ή μάλλον γιορτάζουν. Απλώς, έτυχε να λείπουν σε ταξίδι και δεν μπορούμε να γιορτάζουμε μαζί. Δεν ξέρω αν είναι υγιής αντίδραση ή όχι, μάλλον όχι, αλλά δεν θέλω να τον αποδεχτώ το θάνατο. Ίσως δεν είμαι ώριμη ακόμη. Για τον μπαμπά δεν έγραψα ακόμη, μου πήρε μια δεκαετία και βάλε κι ακόμη να ταχτοποιήσωτις φωτογραφίες της ζωής του σε ένα άλμπουμ. Ίσως αργότερα, κάποια στιγμή. Του Κωνσταντίνου η απώλεια -Κωστή τον έλεγα εγώ- είναι πολύ πρόσφατη, και νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τον φίλο μου

 Κατά ένα περίεργο τρόπο, ο θάνατος ήταν που μας έφερε κοντά. Ο θάνατος του πατέρα της φίλης μας της Λόλας (που και με αυτήν δεθήκαμε όταν έχασα τον δικό μου). Ήταν εκείνο το δύσκολο βράδυ που ξεκινήσαμε την πρώτη από τις πολλές συζητήσεις μας. Περάσαμε  στιγμές με πίεση στο ραδιόφωνο, στιγμές χαβαλέ και ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και αναλύσεων. Τον θαύμαζα τον Κωστή, για τα τόσα που ήξερε και κυρίως γιατί τα είχε μάθει παιδεύοντας τον εαυτό του, διαβάζοντας βιβλία, αναζητώντας το ίντερνετ, δοκιμάζοντας μόνος του. Δεν είχε πάει πανεπιστήμιο κι ούτε το χρειαζόταν. Αργότερα, τον θαύμασα πολύ περισσότερο για τον τρόπο που αντιμετώπισε την αρρώστια. Μου το είπε μια μέρα που είχαμε πάει για μπάνιο. Έτσι απλά, ανάμεσα στο “που είναι το αντηλιακό” και “να πάρουμε ένα φραπεδάκι”. Ούτε ποτέ του φοβήθηκε να μιλήσει για αυτό-ήξερε τα πάντα με λεπτομέρειες, και έτσι που το πήγαινε σε λίγο θα γινόταν και γιατρός χωρίς δίπλωμα, όπως έγινε και πληροφορικάριος, τεχνικός δικτύων και τόσα άλλα. Δεν ήταν από τους ασθενείς που μιλούν συνέχεια για την ασθένειά τους, σαν να απέκτησαν έναν τρόπο για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων. Τον κορόιδευε τον καρκίνο, του έβγαζε τη γλώσσα σαν σκανδαλιάρικο παιδί. Δεν του χαρίστηκε του καρκίνου, για αυτό τον θαυμάζω. Συνέχισε να δουλεύει σαν τρελός, να κάνει όνειρα, να σχεδιάζει το νέο του σπιτικό, κι ας ανεβοκατέβαινε στο Παπανικολάου για τις θεραπείες του δυο και τρεις φορές την εβδομάδα…

Χανόμασταν για καιρό, ξαναβρισκόμασταν, και πάντα ήταν το ίδιο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να πίναμε καφέ μόλις χθες. Δεν πήγαινα στο νοσοκομείο. Πάντα υπήρχαν δικαιολογίες. Ήμουν κρυωμένη και δεν ήθελα να τον κολλήσω, δεν είχα αυτοκίνητο, είχα πολλή δουλεια. Πάντα μιλούσαμε στο τηλέφωνο και κάνοντας χαβαλέ του έλεγα πως βρήκε πρόφαση το νοσοκομείο για να λουφάρει, γιατί οι νοσοκόμες τον έχουν σαν πασά, γιατί τον καψουρεύτηκε μια γιατρός και βρίσκει τρόπους για να τον αναγκάζει να είναι μέσα. Δεν ήθελα να πηγαίνω στο νοσοκομείο- κι όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες, το παραδέχομαι. Δεν ήθελα να έχω την εικόνα του αρρώστου στο μυαλό μου. Δεν μου έλεγε κι ο ίδιος “έλα”. Ίσως να μην ήθελε. Εκτός από την τελευταία φορά, που μου είπε, “άντε ρε μαλάκα, έλα, να σε δω λίγο”. Και πάλι, δεν ήταν ένας άρρωστος, ήταν ο Κωστής που ήξερα- καταβεβλημμένος, κίτρινος σαν πανί, αλλά με χιούμορ και σπιρτάδα. Μιλήσαμε για τα πάντα εκτός απο την αρρώστια. Μόνο, για πρώτη φορά στα 12 χρόνια της αρρώστιας, μου είπε “κουράστηκα”. Δώσαμε και πάλι υπόσχεση, όταν βγει απο το νοσοκομείο να πιουμε μια καφεδάρα στο μπαλκόνι του, με θέα το λιμάνι. Τις επόμενες μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Είχε όρεξη για πολιτικές αναλύσεις, για τις δημοτικές εκλογές σε Θεσσαλονίκη και Καβάλα…

Πέρασαν τρεις βδομάδες απο τότε που ο Τάσος μου έστειλε εκείνο το μήνυμα- “χάσαμε τον Κωστή”. Κι ήταν η πρώτη φορά που μου έστειλε κάτι και είχα και μπαταρία και σήμα, και δεν είχα ξεχάσει/χάσει/σπάσει το κινητό. Δεν μπορώ και δεν θέλω να το πιστέψω. Πέφτω πάνω σε σχόλια που έκανε στο facebook κι ακόμη γελάω. Σήμερα προσπαθούσα όλη τη μέρα να σφίξω τον κόμπο, να μη λυθεί. Δεν τα κατάφερα. και θυμώνω με τον εαυτό μου γιατί ακόμα και αυτό που κάνω τώρα, που γράφω για τον Κωστή, είναι μια παραδοχή της ήττας, μια παραδοχή ότι δεν είναι μαζί μας πια. Ενώ εγώ- είπαμε είναι ανώριμο, το ξέρω- δεν το δέχομαι. Σκέφτηκα να πατήστω Ctrl+A και μετά Del, να σβήσω όσα έγραψα. Αλλά δεν θα το κάνω. Γιατί ο φιλος μου ήταν τόσο γενναίος απέναντι στην ασθένεια που είναι γελοίο να μην είμαι εγώ απέναντι στις λέξεις. Και γιατί νιώθω τυψεις γιατί έβρισκα δικαιολογίες για τί δεν ήθελα να τον βλέπω στο νοσοκομείο. Και γιατί θα θελα να κλείσω τον υπολογιστή και να πάμε για μπύρες. Κι αφού δεν μπορούμε να τα λέμε απο κοντά, θα τα λέμε από το ίντερνετ. Κι όπου υπάρχει ίντερνετ, υπάρχει παράδεισος, έτσι δεν είναι Κωστή;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s