Τον άμεσο κίνδυνο να κλείσουν 63.000 μικρές επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του έτους αποτυπώνει η εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, κάτι που θα έχει ως συνέπεια την απώλεια 138.000 θέσεων απασχόλησης.
Της Σοφίας Χριστοφορίδου
Σύμφωνα με την έρευνα, την οποία πραγματοποίησε τον Ιούλιο η Συνομοσπονδία σε συνεργασία με τη Marc σε δείγμα 1.005 επιχειρήσεων, σχεδόν ένας στους δύο επιχειρηματίες (46,3%) που διατηρεί μικρή επιχείρηση και απασχολεί έως και 50 εργαζόμενους θεωρεί πολύ ή αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο να έχει το επόμενο διάστημα σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας, σε βαθμό που θα κινδυνεύσει να κλείσει. Άμεσο κίνδυνο κλεισίματος το επόμενο εξάμηνο εκτιμά ότι αντιμετωπίζει το 27,3% των ερωτηθέντων και η ΓΣΕΒΕΕ υπολογίζει ότι το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε κλείσιμο 63.000 επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο, κυρίως πολύ μικρών επιχειρήσεων που απασχολούν 0-10 άτομα. Μάλιστα, όπως σημείωσε ο καθηγητής Διονύσης Γράβαρης, που διευθύνει το Ινστιτούτο, πρόκειται για το μετριοπαθές από όλα τα σενάρια που προκύπτουν από τα δεδομένα της έρευνας. Ακόμη και οι επιχειρήσεις που θα συνεχίσουν να λειτουργούν πάνω από 1 στις 5 θεωρεί πιθανό ότι θα απολύσει προσωπικό το επόμενο εξάμηνο. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε όσες απασχολούν πάνω από 5 άτομα (40,2%).
Εάν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, τότε υπάρχει κίνδυνος απώλειας 55.000 θέσεων μισθωτής απασχόλησης στο επόμενο εξάμηνο, ενώ, αν προστεθούν και οι εργοδότες και αυτοαπασχολούμενοι που θα σταματήσουν να εργάζονται, θα χαθούν 138.000 θέσεις. Η νέα αυτή γενιά ανέργων θα προστεθεί στους 25.000 πρώην εργαζομένους σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που υπολογίζεται ότι έχουν χάσει τη δουλειά τους από την αρχή του 2015 μέχρι τον Ιούνιο (εκ των οποίων οι 15.000 μισθωτοί και οι 10.000 εργοδότες).
Το 43% των επιχειρήσεων δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη καταβολή των μισθών (φαινόμενο που δεν παρουσιάζει εκτόνωση από έρευνα σε έρευνα), ενώ 1 στις 4 μείωσε τις αποδοχές των υπαλλήλων της στο προηγούμενο εξάμηνο.
Παραμένει, αν και μειούμενο (39% έναντι 43%), το καθεστώς εφαρμογής ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Μάλιστα το 41,1% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να μειώσει μισθούς ή ώρες εργασίας στο επόμενο εξάμηνο. Δεδομένης της έλλειψης προοπτικής για αύξηση της ζήτησης και των επενδύσεων, η πρακτική αυτή θα συνεχίσει να αποτελεί λύση ανάγκης.
ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ
Πριν από έξι μήνες υπήρχε αισιοδοξία για άμεση και επωφελή επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές. Έτσι εξηγείται γιατί στην αντίστοιχη έρευνα, που διενεργήθηκε το Φεβρουάριο, φόβους για τη βιωσιμότητα της επιχείρησής του εξέφραζε ένας στους τρεις ερωτηθέντες (32,9%), όταν τα προηγούμενα χρόνια το ποσοστό αυτό ήταν πάνω από 45%. Αποτιμώντας το εξάμηνο που πέρασε το 84,3% των ερωτώμενων διαπιστώνει επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της επιχείρησής του. Σε χειρότερη κατάσταση βρίσκονται οι πολύ μικρές (με έως 3 άτομα προσωπικό) και οι αυτοαπασχολούμενοι, στο 86% των οποίων το ταμείο είναι μείον.
Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος αποτυπώνεται και στα επιμέρους πραγματικά μεγέθη των επιχειρήσεων. Ειδικότερα επιδείνωση σημειώθηκε:
– Στον κύκλο εργασιών για το 74,8% των επιχειρήσεων.
– Στη ζήτηση για το 75,4%.
– Στη ρευστότητα για το 81,7%.
– Στις παραγγελίες για το 77,1%.
– Στις επενδύσεις για το 49,8%.
Ο μέσος όρος μείωσης του τζίρου κυμάνθηκε στο 21,23%, κάτι το οποίο κατά κύριο λόγο οφείλεται στα γεγονότα του τελευταίου τριμήνου και τη σημαντική ύφεση που επέφεραν στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
ΒΑΘΙΑ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Η έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 21 έως 27 Ιουλίου, οπότε οι προβλέψεις των επιχειρηματιών για το δεύτερο εξάμηνο του 2015 ήταν επηρεασμένες από τις πρόσφατες εξελίξεις στις τράπεζες και την πραγματική οικονομία. Παρότι είχε περάσει ένα δεκαήμερο από την επίτευξη συμφωνίας, οι επιχειρηματίες εξέφρασαν την αγωνία τους για την επόμενη ημέρα, και μάλιστα ενώ ακόμη δεν είχαν ψηφιστεί τα επώδυνα φορολογικά μέτρα (εγκρίθηκαν από τη Βουλή τον Αύγουστο). Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η έρευνα κατέγραψε απαισιοδοξία σε πάνω από 7 στις 10 επιχειρήσεις, ενώ ο βαθμός απαισιοδοξίας είναι μεγαλύτερος στις πολύ μικρές επιχειρήσεις του δείγματος. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών βυθίστηκε στο -67,9 από -31,4 για το α’ εξάμηνο. Το ισοζύγιο θετικών-αρνητικών προσδοκιών για το επόμενο εξάμηνο καταγράφεται επιδεινούμενο:
– Στον κύκλο εργασιών ο δείκτης είναι στο -62,6 από -12,3 στο προηγούμενο εξάμηνο.
– Στη ζήτηση -59,5 από -11,0 στο προηγούμενο εξάμηνο.
– Στη ρευστότητα -65,2 από -17,0 στο προηγούμενο εξάμηνο.
– Στις παραγγελίες -63,4 από -15,8 στο προηγούμενο εξάμηνο.
– Στις επενδύσεις αύξηση προβλέπει το 2,6% (από 13,2%), μείωση το 46,6% και σταθεροποίηση το 44,4%.
Πλέον περισσότερες επιχειρήσεις βλέπουν αύξηση των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών μέχρι το τέλος του έτους (12,6% των ερωτηθέντων έναντι 4,8% το προηγούμενο εξάμηνο), προεξοφλώντας ενδεχομένως τις επιπτώσεις από τη γενικευμένη αύξηση του ΦΠΑ και των υπόλοιπων φόρων.
ΣΥΣΣΩΡΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΦΕΙΛΕΣ
Οι καθυστερημένες οφειλές του μεγαλύτερου ποσοστού των επιχειρήσεων αφορούν τις υποχρεώσεις προς το δημόσιο (ασφαλιστικά ταμεία, εφορία, ΔΕΚΟ). Οι οφειλές προς τις ΔΕΚΟ αυξάνονται στο 29,1% από 25,5%. Μία στις τέσσερις έχει καθυστερούμενες οφειλές σε προμηθευτές και σε ενοίκια. Παρά την ευεργετική ρύθμιση των 100 δόσεων για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές (3 στις 10 δηλώνει ότι έχει κάνει αίτηση υπαγωγής έναντι 11% για την προηγούμενη ρύθμιση), παραμένει η εκπεφρασμένη αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις υψηλές φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις στο επόμενο εξάμηνο (το 37,9% δηλώνει αδυναμία πληρωμής). Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες έχει το 16,3% των μικρών επιχειρήσεων. Οι νέες ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να λάβουν υπόψη το δεδομένο της σταθερής αύξησης του ιδιωτικού χρέους. Μεγάλο μέρος των καθυστερημένων οφειλών των επιχειρήσεων αφορά τις ασφαλιστικές οφειλές προς το κύριο ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών, τον ΟΑΕΕ (35,6%).
Έλειψαν 3,8 δισ. ευρώ από την αγορά
Οι επιπτώσεις από την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων υπήρξαν ιδιαίτερα οδυνηρές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κάθετη πτώση στον κύκλο εργασιών τους σημείωσαν 9 στις 10 επιχειρήσεις. Τρεις στις 10 σημείωσαν μείωση πάνω από 70%, ενώ συνολικά για τις επιχειρήσεις η μείωση του κύκλου εργασιών ήταν μεσοσταθμικά 48%. Άμεση συνέπεια ήταν η συρρίκνωση της κατανάλωσης κατά 50% ή κατά 3,8 δισ. ευρώ κατά το διάστημα αυτό. Με μία μετριοπαθή εκτίμηση υπολογίζεται ότι από αυτή τη μείωση το ελληνικό δημόσιο έχασε 570 εκατ. ευρώ από έμμεσους φόρους.
Ήδη από τον Αύγουστο του 2015 καταγράφεται ραγδαία επιδείνωση στις προβλέψεις των νοικοκυριών για το επόμενο διάστημα:
- Το 77% των νοικοκυριών για την εξέλιξη της ανεργίας τούς επόμενους 12 μήνες (από 67% που ήταν τον Ιούλιο και 36% τον Φεβρουάριο)
- Επτά στους δέκα προβλέπουν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα επιδεινωθεί το επόμενο 12μηνο
- Το 69% των νοικοκυριών δηλώνει ότι θα προβεί σε πολύ λιγότερες αγορές
-
Τρεις στους τέσσερις αποκλείουν το ενδεχόμενο αποταμίευσης
Κόμματα: Δεν εκφράζουν τους επιχειρηματίες
Πάνω από ένας στους δύο επιχειρηματίες (56,5%) δηλώνει ότι κανένας υφιστάμενος πολιτικός σχηματισμός δεν εκφράζει τα συμφέροντά του. Υπενθυμίζεται ότι η έρευνα έγινε πριν από την παραίτηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ενδιαφέρον πάντως είναι ότι το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη υψηλότερο το καλοκαίρι του 2014 (72,5%). Μέσα σε έναν χρόνο αυξήθηκε η εμπιστοσύνη στο ΣΥΡΙΖΑ (από 7,6% στο 13,7%) αλλά και στη ΝΔ (από 6% σε 9,2%) και μειώθηκε στα άλλα κόμματα. Παρά τα αρνητικά στοιχεία που επιφέρει η νέα δυσμενής συμφωνία για τη χώρα η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων (71,7%) θεωρεί ότι πρέπει να παραμείνουμε στο ευρώ.
“Η χώρα επέλεξε μία ‘λύση’, να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, με τεράστιο κόστος στον παραγωγικό ιστό. Δεν υπάρχει κλάδος της εθνικής οικονομίας που δεν θα υποστεί συνέπειες”, τόνισε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καβαθάς. “Όλοι οι δείκτες μας επιστρέφουν με ταχύτητα στον Ιούλιο του 2012. Χάθηκαν όλες οι θυσίες του λαού μας”, είπε, καταλογίζοντας λανθασμένες επιλογές τόσο στις ελληνικές κυβερνήσεις όσο και στις εμμονές των δανειστών, ενώ αναφερόμενος στο οκτάμηνο διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε ότι τα αποτελέσματα των καθυστερήσεων ήταν τραγικά.
Αναφερόμενος στη ΔΕΘ, τόνισε ότι αποτελεί απτό παράδειγμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια ως βήμα παροχολογίας. “Η ΔΕΘ έχασε τον επιχειρηματικό και εμπορικό ρόλο της. Χρειάζεται να αποκαταστήσουμε το κύρος της, να μην είναι απλώς ένα πανηγύρι για την πόλη αλλά εφαλτήριο οικονομικής ανάπτυξης για τη χώρα”.
Αύξηση της παραοικονομίας: Επιχειρηματικότητα λατινοαμερικανικού τύπου
Από την αρχή της κρίσης μέχρι και σήμερα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μετρούν τεράστια μείωση τζίρου, που μεσοσταθμικά φτάνει το 78%. Σημειωτέον ότι η πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας υπολογίζει τις απώλειες τζίρου για τις μικρομεσαίες και μεσαίες επιχειρήσεις στα 88 δισ. ευρώ την τελευταία πενταετία. Η συνθήκη αυτή φαίνεται ότι ευνοεί επιχειρήσεις με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών και περισσότερο προσωπικό, εκτιμά η ΓΣΕΒΕΕ. Στην Ελλάδα οι μικρές επιχειρήσεις είναι περίπου 600.000 και αποτελούν πάνω από το 99% του συνόλου. Με αυτό το δεδομένο η πρόβλεψη για 63.000 λουκέτα αντιστοιχεί σε κλείσιμο του 10% των επιχειρήσεων που λειτουργούν σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 30% των αυτοαπασχολούμενων δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να διακόψει ή να αναστείλει την επιχειρηματική δραστηριότητα ή να μεταφέρει την έδρα, για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα στο δυσμενές φορολογικό και ανταγωνιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται. Μέρος αυτών των επιχειρήσεων που επισήμως θα κλείσουν θα συνεχίσουν να λειτουργούν στο πεδίο της αδήλωτης (“μαύρης”) οικονομικής δραστηριότητας -κάτι που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει εξαιτίας της τεράστιας επιβάρυνσης από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. “Νομίζω ότι σε όσα θα ακολουθήσουν για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ταιριάζει άψογα ο στίχος του σατιρικού ποιητή Γεώργιου Σουρή: ‘Αχ να μπορούσα να μη ζω (σ.σ. για την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία) μα δίχως να πεθάνω’. Το φαινόμενο θα ενταθεί στους κλάδους των υπηρεσιών, του εμπορίου και των νέων τεχνολογιών, αλλάζοντας την ταυτότητα της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, δίνοντάς της χαρακτηριστικά λατινοαμερικανικού τύπου”, υποστήριξε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ Διονύσης Γράβαρης.