Ο εγκλεισμός που ξέχασα

Ήταν Κυριακή των Βαϊων, όπως και σήμερα. Ήταν 8 Απριλίου 2001, Επιστρέφαμε από μια βόλτα στην Ξάνθη. Τρόμαξα, έτσι όπως πήραμε τη στροφή. Το αγροτικό καβάλησε το πεζοδρόμιο κι εγώ τραντάχτηκα πολύ. Δεν φορούσα ζώνη ασφαλείας, γιατί καθόμουν ανάμεσα στον οδηγό και τον συνοδηγό. Επέμενα ότι ήταν απλώς ένα τράνταγμα, ότι είμαι καλά, και θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Στο νοσοκομείο με άφησαν να περιφέρομαι και να πηγαίνω από εργαστήριο μόνη μου τα μπουκαλάκια με τα δείγματα του αίματος και των ούρων. Λίγο πριν με αφήσουν να φύγω κάποιος ειδικευόμενος σκέφτηκε «ας κάνουμε και μια ακτινογραφία». Κάταγμα στον 12ο θωρακικό σπόνδυλο μου είπαν. Από τότε άρχισε ο εγκλεισμός που κράτησε μερικούς μήνες, κι ο άλλος, ο εσωτερικός, κάποια χρόνια.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου έπρεπε να μείνω στο νοσοκομείο. Φυσικά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι πεινούσα τραγικά, και εννοείται ότι είπα ψέματα προκειμένου να φάω. Είχα και μια αναμαλλιασμένη γιαγιά δίπλα μου, που την είχαν δεμένη στο κρεβάτι και με παρακαλούσε να τη λύσω. Μία, δύο, τρεις. Μετά άρχισε να με βρίζει. Ούτε αυτό έπιασε.

Επέστρεψα στο σπίτι με ασθενοφόρο την Μεγάλη Πέμπτη. Ήμασταν παρέα με τον μπαμπά, μαζί κάναμε Ανάσταση. Κόντευε ενάμισης χρόνος που είχε σταματήσει τη δουλειά, μετά από ένα έμφραγμα.  Λίγο πριν το ατύχημα είχε αρχίσει να κρυφοκαπνίζει και πάλι. Τρωγόταν που δεν μπορούσε να ανέβει στο τρακτέρ, να πάει στο χωράφι. Που δεν μπορούσε να φάει ό,τι ήθελε. Μα κυρίως που έπρεπε να φοράει μια μάσκα οξυγόνου. Τον είχε πάρει από κάτω. Ζωή είναι αυτή; Με τα μηχανήματα;

Ο μπαμπάς με φρόντιζε όλες αυτές τις ημέρες της απόλυτης ακινησίας κι εγώ ξαναθυμόμουν τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας, που ο χρόνος είχε διασταλεί για να χωρέσει όλα τα βιβλία που ήθελα να διαβάσω. Πέρασαν έξι εβδομάδες μέχρι να σηκωθώ, να κάνω δειλά δειλά τα πρώτα βήματα, σαν να μάθαινα να περπατώ ξανά.

Κι ο μπαμπάς έκανε τα πρώτα βήματα προς τη δική του κανονικότητα. Ήταν ανοιξη, κι έτρεχε σε φυτώρια να αγοράσει φυτά, ανέβηκε και στο τρακτέρ να οργώσει το χωράφι ενός φίλου. Και το τσιγάρο τσιγάρο.

Στα μέσα Μαΐου έπαθε το δεύτερο έμφραγμα. Ξανά εγκλεισμός. Είδαμε μαζί την ταινία «Η πόλη των αγγέλων». Μετά πέσαμε να κοιμηθούμε, κι εγώ άκουγα στο δεύτερο πρόγραμμα μια συναυλία της Πρωτοψάλτη με τη φιλαρμονική του Ισραήλ. Τον άκουσα που βαριανάσαινε. Σηκώθηκα όπως όπως, φορώντας το ζωνάρι για τη μέση. «Ήρθα άνοιξη στη ζωή και πριν το καταλάβω φθινοπώριασε» μου είπε. Κάλεσα το ασθενοφόρο, παραλίγο την πυροσβεστική, που να ξεχωρίσεις την κρίσιμη στιγμή το 166 από το 199. Η μαμά μαζί του στο ασθενοφόρο, η αδερφή μου κι εγώ να τους ακολουθούμε με το αυτοκίνητο. Στο νοσοκομείο μας χαιρέτισε για τελευταία φορά…

Ο εγκλεισμός λόγω μέσης κράτησε τρεις μήνες. Μετά άρχισα σιγά σιγά να περπατάω, φορώντας ντάλα καλοκαίρι αυτή τη ζώνη που ήταν σαν κορσές.  Δεν τον θυμάμαι καθόλου τον εγκλεισμό. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον τωρινό, κι ας ήταν χειρότερος. Να είμαι ακίνητη σε ένα κρεβάτι επί μέρες, βδομάδες, μήνες; Και μάλιστα ανάσκελα; Τίποτα δεν είχε σημασία. Σημασία είχε μόνο ο μπαμπάς, που δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ, παρά μόνο στα όνειρά μου. Δεν έχουμε καν φωτογραφίες μαζί. Μετρημένες οι φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας, μια δυο μόνο με τον μπαμπά…

Για αυτό σου λέω, δεν τον θυμάμαι εκείνο τον εγκελισμό

 

Σχολιάστε