Η σαλονικιώτικη εικόνα της Θεσσαλονίκης

DSC_1172Τα Λαντίνο, η διάλεκτος που μιλούσαν οι Ισπανοεβραίοι της Θεσσαλονίκης, ακούστηκαν ξανά σε δημόσια ομιλία μετά από πολλά χρόνια –ίσως για πρώτη φορά μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο… Ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον και συντονιστής του τμήματος Σεφαραδιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Ντέβιν Νάαρ, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του προπάππου του, για μια διάλεξη με θέμα τη γέννηση του ελληνικού ιουδαϊσμού –ένα μέρος της διάλεξης αυτής δόθηκε στα Σεφαραδίτικα. Οι «Ε» συνομίλησαν μαζί του, για τις αναμνήσεις που του μετέφεραν οι παππούδες του από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, για την προσπάθεια δόμησης μιας ελληνοεβραϊκής ταυτότητας την περίοδο του μεσοπολέμου, για τις σχέσεις με την χριστιανική κοινότητα, για το ολοκαύτωμα, αλλά και για το ζήτημα της καταστροφής του εβραϊκού νεκροταφείου. Μάλιστα, στη βόλτα μας στην πόλη εντόπισε μία από τις διάσπαρτες ανά τη Θεσσαλονίκη ταφόπλακες, η οποία, όπως αναγνώρισε, χρονολογείται στον 18ο αιώνα…

Συνέντευξη στη Σοφία Χριστοφορίδου.

Φωτογραφίες: Αργυρώ Μυτιληνού.

– Τι σας συνδέει με τη Θεσσαλονίκη;

Ο προπάππος μου, ραβίνος Βενιαμίν Νάαρ, ήταν από τη Θεσσαλονίκη. Μετανάστευσε το 1924 στις ΗΠΑ, μαζί με τη μητέρα του, τη σύζυγο και εννέα από τα δέκα παιδιά του –μεταξύ αυτών ήταν ο παππούς μου. Ο μεγαλύτερος γιος του έμεινε στη Θεσσαλονίκη και, δυστυχώς, χάθηκε στο Άουσβιτς, μαζί με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του.

– Ποια εικόνα είχατε σχηματίσει ως παιδί από τις ιστορίες που ακούγατε για την πόλη των προγόνων σας;

Στη φαντασία μου, η Θεσσαλονίκη ήταν μια μαγική πόλη δίπλα στη θάλασσα. Οι διαφορετικές γλώσσες και γεύσεις της διαμόρφωσαν ένα σημαντικό κομμάτι της παιδικής ηλικίας μου. Η οικογένεια των προγόνων μου ζούσε στη φτωχή εβραϊκή συνοικία, στην περιοχή του Βαρδαρίου. Παρότι ήταν φτωχοί, ήταν καλλιεργημένοι και είχαν ανεπτυγμένο αίσθημα αξιοπρέπειας. Ο ραβίνος προπάππος μου ήταν γνωστός για τις ικανότητές του ως γραφιά –θεωρούταν αξιοσέβαστο μέλος της κοινότητας και, μάλιστα, ένας από τους καλούς φίλους του ήταν ένας ορθόδοξος παπάς.

Ο παππούς μου μοιραζόταν μαζί μας τις τρυφερές αναμνήσεις που είχε από την παιδική του ηλικία –θυμόταν που έκανε βόλτα με το ποδήλατο στην παραλία, μαζί με τα αδέλφια του. Σχεδόν ποτέ, πάντως, δεν αναφερόταν στον μεγάλο αδελφό τού παππού μου, που παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη και χάθηκε στη διάρκεια του πολέμου…

– Με ποιον τρόπο επηρέασαν την ακαδημαϊκή σας πορεία οι μνήμες που σας μετέφερε η οικογένειά σας;

Άρχισα να εξερευνώ την ιστορία της Θεσσαλονίκης σε μια προσπάθεια να καταλάβω καλύτερα τον σύνθετο κόσμο, από τον οποίο προερχόταν ο παππούς μου και η οικογένειά του, και να αντιληφθώ τι συνέβη στον μεγάλο μου θείο κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ως παιδί αναρωτιόμουν πώς γινόταν ο παππούς μου να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, η μητρική του γλώσσα να είναι τα Ισπανικά (Λαντίνο), να γράφει τις λέξεις με εβραϊκούς χαρακτήρες, να έχει πάει σε γαλλικό σχολείο κι εγώ να τον αποκαλώ «nonno», που είναι η ιταλική λέξη για το «παππούς»… Και ακόμη: πώς γινόταν η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης να μην αποτελεί μέρος της ευρύτερης αφήγησης –ελληνικής, εβραϊκής ή της αφήγησης για το ολοκαύτωμα– που ήταν γνωστή στις ΗΠΑ…

Αυτές οι απορίες μου έγιναν ο «σπόρος» για μιαν έρευνα που κράτησε περισσότερο από 13 χρόνια πάνω στην ιστορία της Θεσσαλονίκης και των εβραίων κατοίκων της –ήταν όχι μόνον ένας τρόπος να καταλάβω το παρελθόν τής οικογένειάς μου, αλλά μια αφετηρία που με οδηγούσε σε κρίσιμες πολιτικές και πολιτισμικές δυναμικές, οι οποίες μετασχημάτισαν την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή στη σύγχρονη εποχή.

O  επίκουρος καθηγητής Ντέβιν Νάαρ με τον υποψήφιο διδάκτορα Λεόν Σαλτιέλ. Στη φωτογραφία διακρίνεται μί απο τις εκατοντάδες διάσπαρτες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο

O επίκουρος καθηγητής Ντέβιν Νάαρ με τον υποψήφιο διδάκτορα Λεόν Σαλτιέλ. Στη φωτογραφία διακρίνεται μί απο τις εκατοντάδες διάσπαρτες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο

– Μεγάλες εβραϊκές κοινότητες υπήρχαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις… Τι καθιστούσε την περίπτωση της Θεσσαλονίκης ξεχωριστή, ώστε να την αποκαλούν «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»;

Η Θεσσαλονίκη ήταν μία από τις πόλεις με τον μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό στον κόσμο. Πολλοί από τους μεγάλους εβραίους σοφούς που εκτοπίστηκαν από την Ισπανία το 1492 είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, με την πόλη να αναπτύσσει μακρά παράδοση ως μείζον κέντρο ραβινικών σπουδών. Για αιώνες, οι Εβραίοι συμμετείχαν σε κάθε έκφανση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πόλης –μάλιστα, το λιμάνι δεν λειτουργούσε το Σαββάτο, προς τήρηση της εβραϊκής αργίας (καθώς οι περισσότεροι λιμενεργάτες ήταν Εβραίοι). Παράλληλα, στις αρχές του 20ού αιώνα σχεδόν οι μισοί από τους 170.000 κατοίκους της Θεσσαλονίκης ήταν Εβραίοι.

Αυτές οι δυναμικές οδήγησαν, στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1912-1913), στη διατύπωση της πρότασης για μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε ανεξάρτητη εβραϊκή πόλη. Το 1920, με νόμο του ελληνικού κράτους, η εβραϊκή κοινότητα αναγνωρίστηκε ως νομική οντότητα που διατηρούσε έναν βαθμό αυτοδιοίκησης, ο οποίος υπήρχε ήδη από την οθωμανική περίοδο. Η αναγνώριση της ισραηλιτικής κοινότητας τής προσέδιδε μεγαλύτερη νομιμοποίηση απ’ ό,τι σε άλλες κοινότητες στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία της επέτρεπε να λειτουργεί ένα εκτεταμένο δίκτυο φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και κοινωνικών λεσχών (60 συναγωγές και 10 εβραϊκά σχολεία, νοσοκομείο, αλλά και ιατρεία, φαρμακεία, συσσίτια, ορφανοτροφεία, γηροκομείο, φρενοκομείο, μαιευτήριο, αλλά κι ένα δίκτυο εβραϊκών συνοικιών). Η γενική συνέλευση της εβραϊκής κοινότητας λειτουργούσε σαν μια μινιατούρα τοπικού εβραϊκού κοινοβουλίου, καθώς σ’ αυτήν συμμετείχαν Εβραίοι από σχεδόν όλες τις πολιτικές τάσεις –αφομοιωτές, σοσιαλιστές, κοσμικοί και θρησκευτικοί σιωνιστές, αλλά και τοπικοί εβραίοι εθνικιστές. Επιπλέον, μέχρι και τον μεσοπόλεμο εκδιδόταν ένας αξιοσημείωτος αριθμός εβραϊκών εφημερίδων –οι περισσότερες στα Ισπανοεβραϊκά, αλλά επίσης στα Γαλλικά και τα Ελληνικά–, δίνοντας φωνή σε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών πολιτικών και πολιτισμικών ιδεών που διακινούταν εντός του εβραϊκού πολιτισμού.

Όλα αυτά τα στοιχεία συνέθεταν μια εικόνα εβραϊκής πόλης, μιας, τρόπον τινά, «Σεφαραδίτικης Δημοκρατίας», μιας «Madre d’ Israel» («Μητέρας του λαού του Ισραήλ») ή «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Οι πνευματικοί ηγέτες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης προέβαλλαν αυτήν την εικόνα, ειδικά κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν το εβραϊκό παρόν και μέλλον στην πόλη.

– Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη μετασχηματίστηκε άρδην. Το 1912 ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος και μία δεκαετία αργότερα υποδέχθηκε χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Πώς επηρέασαν όλες αυτές οι μεγάλες αλλαγές τις σχέσεις μεταξύ της εβραϊκής και της χριστιανικής κοινότητας;

Η άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία κατέληξε σε σύγκρουση με τον ντόπιο εβραϊκό πληθυσμό. Το ότι η κατάσταση θα οδηγούταν σε αυτό το σημείο φάνηκε από το γεγονός ότι το 1924 ένας νέος νόμος έκρινε παράνομη την κυριακάτικη εργασία και έτσι ακύρωνε το έθιμο της ανάπαυσης του Σαββάτου (σ.σ.: για τους Εβραίους).

Η ρίζα της σύγκρουσης βρισκόταν στο τι προσδιόριζε την έννοια του Έλληνα. Ας μην ξεχνούμε ότι, επισήμως, οι πρόσφυγες απελάθηκαν από τη Μικρά Ασία λόγω της ιδιότητας όχι του Έλληνα, αλλά του Χριστιανού. Έφτασαν σε μια νέα χώρα, σε μια νέα πόλη, η οποία τους είπαν ότι είναι δική τους –όπου, όμως, οι ισπανοεβραιόφωνοι Εβραίοι υπερτερούσαν πληθυσμιακά. Καθώς η αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας μπορούσε να γίνει πλέον με όρους κοσμικούς (σ.σ.: μη θρησκευτικούς) ή πολιτικούς, οι εντάσεις μεταξύ προσφύγων και Εβραίων επιτάθηκαν. Αν τα βασικά κριτήρια του εθνικώς ανήκειν ήταν η γνώση της ελληνικής γλώσσας και η υπεράσπιση της πατρίδας μέσω της στρατιωτικής θητείας, αντί της καταγωγής από μιαν ορθόδοξη οικογένεια, τότε οι Εβραίοι μπορούσαν να είναι ή θα μπορούσαν να γίνουν τόσο Έλληνες όσο και οι Χριστιανοί. Αυτός o πιο περιεκτικός ορισμός της ελληνικής εθνικής ταυτότητας εμφανίζονταν ως απειλή για τους πρόσφυγες.

DSC_1201

– Στις μελέτες σας ισχυρίζεστε ότι κατά τον μεσοπόλεμο ένας νέος ελληνικός εβραϊσμός γεννιόταν στη Θεσσαλονίκη και οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι υιοθετούσαν μιαν ελληνοεβραϊκή ταυτότητα. Οι συμπατριώτες τους και το ελληνικό κράτος τους αποδέχονταν ως έλληνες πολίτες;

Τα προπολεμικά αρχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης (ΙΚΘ) αποκαλύπτουν ότι οι εβραίοι ηγέτες προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας του ελληνικού κράτους, μέσω της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας στα παιδιά τους, αλλά και μέσω της στρατιωτικής θητείας των ενηλίκων ανδρών, «προικίζοντας» ταυτόχρονα τη νεολαία με μιαν αίσθηση εβραϊκής ταυτότητας.

Η εβραϊκή και η χριστιανική ελίτ προσπάθησαν να προσφέρουν ένα ιδεολογικό πλαίσιο για την κατανόηση αυτών των μετασχηματισμών, το οποίο ονόμασαν «ελληνικό εβραϊσμό». Υποστήριξαν ότι ο Ελληνισμός και ο Εβραϊσμός ήταν οι δύο πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, που ενώθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Έδιναν έμφαση στην εβραϊκή παρουσία στην πόλη από την εποχή του αποστόλου Παύλου και στα ιστορικά προηγούμενα της εβραιοχριστιανικής συμβίωσης στη Θεσσαλονίκη ως ένα μοντέλο για τις παρούσες και τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των δύο πληθυσμών. Ενώ κάποιοι εβραίοι διανοούμενοι ήθελαν να δουν τους Εβραίους να συγχωνευθούν με τους χριστιανούς γείτονες τους, άλλοι προτιμούσαν να διατηρηθούν ως ξεχωριστές κοινότητες, αλλά με κάθε μία να διατηρεί το ίδιο νόμιμο δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική κοινότητα των ελλήνων πολιτών. Για να παραφράσουμε έναν από τους εβραίους βουλευτές, τον Μέντες Μπεσαντζή, «Εβραίοι και Χριστιανοί είναι όλοι τέκνα της Μητέρας Ελλάδας». Αυτή η περιεκτική σύλληψη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, που προσπαθούσε να χτίσει γέφυρες μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών, αποτελούσε ένα πείραμα, το οποίο ακόμη λάμβανε χώρα όταν ξεκίνησε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος –επομένως, δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα είχε εξελιχθεί…

Αλλά, βέβαια, υπήρχαν και όρια σ’ αυτό το πείραμα… Ορισμένα δομικά εμπόδια έκαναν αδύνατη την ίση μεταχείριση Εβραίων και Χριστιανών από το κράτος. Ένα από αυτά ήταν ότι το ελληνικό κράτος δεν είχε νομιμοποιήσει τον πολιτικό γάμο και, έτσι, οι μεικτοί γάμοι ήταν παράνομοι. Επιπλέον, η αυτοδιοίκηση που απολάμβανε η ισραηλιτική κοινότητα προέβλεπε ότι για τις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου οι Εβραίοι ήταν υπόλογοι στα ραβινικά δικαστήρια: υπό αυτήν την έννοια, το μερικώς διαφορετικό νομικό καθεστώς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης ομοίαζε με αυτό των Μουσουλμάνων της Θράκης, ενώ και οι δύο ήταν επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητες και, θεωρητικά, προστατευμένες από την Κοινωνία των Εθνών πριν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ανεξάρτητα από τον βαθμό, στον οποίον οι Χριστιανοί αποδέχονταν στην καθημερινότητά τους τους εβραίους γείτονές τους ως «Έλληνες», το ίδιο το κράτος διατηρούσε ορισμένα όρια μεταξύ των δύο πληθυσμών…

– Πιστεύετε ότι η απόσταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων έπαιξε ρόλο στο ότι δεν υπήρχε κάποια αντίδραση, όταν οι ναζί άρχισαν να μεταφέρουν Εβραίους στα καταναγκαστικά έργα;

Είναι σημαντικό να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των κοινοτήτων και των ατόμων. Ενώ η επίσημη ηγεσία της ισραηλιτικής κοινότητας προσπάθησε να καλλιεργήσει καλές σχέσεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι ευκαιρίες για τη δημιουργία σχέσεων μεταξύ απλών Εβραίων και Χριστιανών στην καθημερινότητα ήταν περιορισμένες. Πολλές φιλίες άνθισαν μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών, όπως και πολλές επιχειρηματικές συνεργασίες: ταυτόχρονα, όμως, άνθισε και ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός, ειδικά στο λιμάνι. Αυτό δημιουργούσε ένα συνεχές άγχος και στις δύο κοινότητες…

Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι Εβραίοι και Χριστιανοί δεν μπορούσαν εύκολα να παντρευτούν μεταξύ τους σήμαινε ότι η κοινωνική απόσταση θα συνέχιζε να υπάρχει μεταξύ των δύο πληθυσμών. Η εισαγωγή από τους ναζί των νόμων της Νυρεμβέργης (που απαγόρευαν τον γάμο Εβραίων με Χριστιανούς) προκάλεσε πολεμική στα περισσότερα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης: στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο, δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, επειδή οι μεικτοί γάμοι ήταν ήδη παράνομοι (αν και για θρησκευτικούς, όχι για φυλετικούς λόγους…).

Υπήρχε απόσταση μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών, ως απόρροια των διαφορετικών ιστορικών καταβολών τους, του οικονομικού ανταγωνισμού, των διαφορετικών νομικών καθεστώτων και των διαφορετικών κοινωνικών περιβαλλόντων. Έτσι, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να απομονώνουν και να εκτοπίζουν τους Εβραίους, οι χριστιανοί γείτονές τους δεν ένιωθαν αναγκαστικά συμπάσχοντες. Τόσο το μίσος όσο και ο οπορτουνισμός και η αδιαφορία ήταν παρόντα. Επίσης, υπήρχε ο φόβος των αντιποίνων… Πάντως, απ’ ό,τι φαίνεται, η πλειοψηφία του χριστιανικού πληθυσμού δεν έβλεπε τους Εβραίους ως αναπόσπαστο κομμάτι του εθνικού κορμού.

Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το εκκολαπτόμενο πείραμα του «ελληνικού εβραϊσμού» απέτυχε να προσφέρει αρκετή ώθηση, ώστε να εμπνεύσει τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης να παρέμβουν υπέρ των ελληνοεβραίων γειτόνων τους κατά την διάρκεια των πλέον σκοτεινών εποχών.

– Κάποιος Εβραίος της Θεσσαλονίκης που επέζησε από τα στρατόπεδα εξόντωσης είχε πει ότι «αν όσοι ισχυρίζονταν ότι έσωσαν Εβραίους το είχαν πράγματι κάνει, τότε θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότεροι Εβραίοι μετά τον πόλεμο παρά πριν…». Εσείς, τι πιστεύετε; Είναι μύθος ή αλήθεια ότι οι Χριστιανοί έσωσαν μεγάλο αριθμό συμπολιτών τους Εβραίων;

Η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι διαφορετική απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα. Ναι, στη Ζάκυνθο σώθηκαν όλοι οι Εβραίοι. Ναι, στην Αθήνα πολλοί Εβραίοι σώθηκαν (βέβαια, άλλοι εκτοπίστηκαν). Στη Θεσσαλονίκη, όπως λέει κι ένας πρωταγωνιστής της πρόσφατης δραματικής ταινίας «Φιλιά Εις τα Παιδιά», μόνον 70 από τους 50.000 Εβραίους σώθηκαν κρυπτόμενοι στην πόλη. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό…

Μια ερμηνεία που δίδεται είναι ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν μιλούσαν Ελληνικά και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Αν είχαν μπορέσει να αφομοιωθούν, αν είχαν μπορέσει να μάθουν Ελληνικά, τότε μόνο θα μπορούσαν να είχαν καλύτερη τύχη. Η συγκεκριμένη εξήγηση (σ.σ.: με βάση τη γλώσσα) φαίνεται ελκυστική, αλλά δεν βγάζει νόημα. Πώς εξηγούμε το τι συνέβη στα Ιωάννινα, όπου όλοι οι Εβραίοι μιλούσαν επί γενεές Ελληνικά και, παρ’ όλα αυτά, ο εβραϊκός πληθυσμός μειώθηκε κατά ένα συντριπτικό 91%; Επίσης, στην Αθήνα ο εβραϊκός πληθυσμός δεν αποτελούταν κυρίως από γηγενείς ελληνόφωνους Εβραίους, αλλά από ισπανοεβραιόφωνους που προέρχονταν από τη Θεσσαλονίκη και τη Σμύρνη…

Οπότε, πρέπει να δούμε άλλους παράγοντες, για να προσδιορίσουμε συμπερασματικά και με ακρίβεια το πώς και το γιατί οι Εβραίοι ατομικά και οι εβραϊκοί πληθυσμοί γενικότερα είχαν διαφορετική μοίρα σε διαφορετικές περιοχές και έγιναν δέκτες διαφορετικών βαθμών βοήθειας ή αδιαφορίας από τους χριστιανούς γείτονές τους.


~ Πώς εξηγείτε ότι τη φυσική εξαφάνιση από τους ναζί ακολούθησε η επιθετική εξαφάνιση της εβραϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς –νοώντας κυρίως την καταστροφή του νεκροταφείου κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και μετά απ’ αυτόν;

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η πρόταση για την απομάκρυνση του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης διατυπώθηκε για πρώτη φορά πριν από την κατοχή. Το σχέδιο για τη νέα πόλη, μετά την πυρκαγιά του 1917, προέβλεπε την απομάκρυνσή του. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τα μουσουλμανικά νεκροταφεία ισοπεδώθηκαν. Σήμερα, η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης βρίσκεται πάνω από ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο.

Μία ματιά στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης των δεκαετιών του 1920 και του 1930 αποκαλύπτει επαναλαμβανόμενες προσπάθειες απομάκρυνσης του εβραϊκού νεκροταφείου. Το κράτος ψήφισε έναν νόμο το 1937, που απαλλοτρίωνε ένα κομμάτι του νεκροταφείου για να επεκταθεί το πανεπιστήμιο. Αυτό ήταν πριν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Απαντώντας στις προτάσεις καταστροφής του νεκροταφείου το 1920 και το 1930, εβραίοι διανοούμενοι προέβαλαν το επιχείρημα ότι ο εβραϊκός χώρος ταφής πρέπει να διατηρηθεί ως μνημείο ελληνικής κληρονομιάς. Ισχυρίστηκαν ότι οι ταφόπλακες «μιλούσαν» και «διηγούνταν» όχι μόνο την ιστορία του εβραϊκού πληθυσμού, αλλά και της πόλης ολόκληρης και του συνόλου της περιοχής της Μακεδονίας και πρέπει να διατηρηθούν ως αρχαιολογικά μνημεία. Αυτά τα επιχειρήματα συνέβαλαν στο να καθυστερήσει η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου.

DSC_1199

Η ευκαιρία, ωστόσο, να ολοκληρωθούν τα σχέδια καταστροφής εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το γεγονός ότι οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν την καταστροφή του νεκροταφείου υποδηλώνει ότι, ακόμη κι αν οι εβραϊκές ταφόπλακες «μιλούσαν», δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος ήταν πρόθυμος να ακούσει… Μάλιστα, η αρχαιολογική υπηρεσία επέβλεψε την καταστροφή του νεκροταφείου, ώστε να εξασφαλίσει ότι αρχαίες ταφόπλακες με ελληνόγλωσσες επιγραφές θα διατηρούνταν. Οι άλλες ταφόπλακες, στα Εβραϊκά ή στα Ισπανοεβραϊκά, χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Εβραϊκά πολιτισμικά αντικείμενα που συμπεριλάμβαναν στοιχεία της ελληνικής γλώσσας μπορούσαν να θεωρηθούν ελληνικά και έτσι να σωθούν. Σε αντίθετη περίπτωση, εβραϊκοί τόποι και εβραϊκά πολιτισμικά στοιχεία –από τις συναγωγές ώς το νεκροταφείο– τελικώς δεν μπορούσαν να ενταχθούν ιδεολογικά στην εθνική ελληνική κληρονομιά και, συνεπώς, μπορούσαν να απορριφθούν.

– Παρά τη μακραίωνη ιστορία της στην πόλη, σήμερα πολλοί Θεσσαλονικείς αγνοούν την ύπαρξη της εβραϊκής κοινότητας. Παράλληλα, υπάρχει έλλειψη ακαδημαϊκής έρευνας γι’ αυτά τα θέματα… Πώς το εξηγείτε;

Η σημερινή κατάσταση αποτελεί μέρος τής κληρονομιάς της μεταπολεμικής εποχής. Η εκ νέου εννοιολογική σύλληψη του εβραϊκού παρελθόντος και του εβραϊκού παρόντος ως μέρους μιας μακεδονικής και ελληνικής κουλτούρας και ιστορίας (που είχε ξεκινήσει κατά τον μεσοπόλεμο) δεν υπήρξε, μέχρι στιγμής, επιτυχής.

Ως αποτέλεσμα του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ο ευμεγέθης εβραϊκός πληθυσμός και η εβραϊκή πολιτισμική κληρονομιά εξαφανίστηκαν. Αυτό επέτρεψε σε επόμενες γενιές να μεγαλώσουν σε μια Θεσσαλονίκη με μηδενική συνειδητοποίηση του εβραϊκού αποτυπώματος στην πόλη. Για πολύν καιρό οι τοπικές αρχές και το κράτος δεν προωθούσαν την ένταξη της εβραϊκής ιστορίας στο σχολικό πρόγραμμα ή ως μέρος της δημόσιας μνήμης. Αυτό ενίσχυσε την αμνησία… Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει τα τελευταία χρόνια, καθώς ο δήμος, η ισραηλιτική κοινότητα, τα τοπικά πανεπιστήμια, οι τοπικές αρχές, το αμερικανικό και το γερμανικό προξενείο, αλλά και άλλοι παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών προωθούν μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του εβραϊκού παρελθόντος, συνεπικουρούμενοι από νέους ακαδημαϊκούς στο εξωτερικό. Ελπίζω ότι αυτό θα εμπνεύσει περισσότερους φοιτητές των τοπικών πανεπιστημίων να ασχοληθούν με την εβραϊκή ιστορία, να την ανακτήσουν ως μέρος της ιστορίας της πόλης και, έτσι, ως μέρος της δικής τους ιστορίας.

– Τι έχει να κερδίσει ένας σύγχρονος Θεσσαλονικιός, μαθαίνοντας περισσότερα γι’ αυτό το κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της πόλης του, που καλύπτει πέντε αιώνες;

Το εβραϊκό παρελθόν της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς μέρος της ιστορίας της πόλης: είναι ένα αδιάλυτο στοιχείο και θεμέλιος λίθος της. Μπορείς να επιλέγεις να παρουσιάζεις μια στενά ελληνική, τουρκική ή εβραϊκή εικόνα της πόλης: ωστόσο, αν θέλεις να παρουσιάσεις μια θεσσαλονικιώτικη εικόνα της Θεσσαλονίκης, οι Εβραίοι πρέπει να περιέχονται και πρέπει να είναι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της ιστορίας σου, λόγω της δημογραφικής τους επικράτησης, αλλά και του οικονομικού και πολιτισμικού τους ρόλους για γενεές.

Επομένως, η μελέτη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επιτρέπει σήμερα στους κατοίκους της να κατανοήσουν τον πλούτο του παρελθόντος της πόλης τους, να αναγνωρίσουν την πολυπολιτισμική της κληρονομιά και να αποδεχθούν τη βίαιη απομάκρυνση των μη χριστιανικών πληθυσμών της κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Χωρίς να εξιδανικεύουμε παρελθούσες εποχές, μια ματιά στο παρελθόν και μια βαθύτερη κατανόηση των περιπλοκών της πόλης μπορεί να προσφέρει στους σημερινούς κάτοικους ορισμένες ενδείξεις για το πώς μπορεί να είναι το μέλλον. Επίσης, είναι το καθήκον τους ως πολιτών.

~ Πρόσφατα ανεγέρθηκε ένα μνημείο, σε ανάμνηση της καταστροφής του παλαιού εβραϊκού νεκροταφείου. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Η δημιουργία του μνημείου του νεκροταφείου είναι μια αποφασιστική στιγμή για τη δημόσια ιστορία στη Θεσσαλονίκη. Ποτέ πριν δεν είχε δημόσια αναγνωριστεί ότι η πανεπιστημιούπολη βρίσκεται πάνω στο νεκροταφείο. Ωστόσο, η απόφαση να τονιστεί ότι η καταστροφή του νεκροταφείου πήγαζε από μια πρωτοβουλία των ναζί και των συνεργατών τους δεν είναι μια απολύτως δίκαια περιγραφή των ιστορικών γεγονότων –η απομάκρυνση του νεκροταφείου είχε ξεκινήσει πριν από την άφιξη των ναζί.

Παρ’ όλα αυτά, το να αναγνωρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο ότι οι «συνεργάτες» (ως τέτοιοι θα πρέπει να νοούνται και οι μεγαλύτεροι θεσμικοί φορείς της πόλης, όπως το πανεπιστήμιο, ο δήμος και η μητρόπολη) συνέβαλαν στην καταστροφή και στη λεηλασία του νεκροταφείου είναι ένα σημαντικό βήμα. Η ανέγερση του μνημείου είναι μέρος μιας δημόσιας διεργασίας αντιμετώπισης αυτού του σκοτεινού κεφαλαίου της ιστορίας της πόλης –δεν σημαίνει όμως το τέλος της.

– Πώς θα σχολιάζατε το γεγονός ότι μια πόλη που έχασε σχεδόν 50.000 άτομα από τους ναζί αποφάσισε να εκλέξει στο δημοτικό συμβούλιο άτομα που υμνούν το Άουσβιτς;

Προφανώς, είναι ανησυχητικό… Η παρουσία δημοτικών συμβούλων που υμνούν το Άουσβιτς δυστυχώς δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικό της Θεσσαλονίκης ή της Ελλάδας –το βλέπουμε και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, ειδικά στο πλαίσιο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.

Ταυτόχρονα, όμως, η απόφαση του δημάρχου Μπουτάρη να φορέσει ένα άστρο του Δαυίδ στη διάρκεια της πρόσφατης ορκωμοσίας του δημοτικού συμβουλίου αποτέλεσε μια σημαντική συμβολική χειρονομία. Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ηγεσία της πόλης έχει ως μέλος της κι έναν Εβραίο –για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1930.

Η οικονομική κρίση, παραδόξως, έχει προσφέρει ευκαιρίες τόσο στον αντισημιτισμό όσο και για ένα μεγαλύτερο «άνοιγμα» στους Εβραίους, ώστε να εισέλθουν στον δημόσιο χώρο με τρόπους που ήταν άγνωστοι μέχρι τώρα.

[Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις «Επιλογές» τεύχος Δεκεμβρίου, που κυκλοφόρησαν με τη «Μακεδονία της Κυριακής» 30/11/2014.Εδώ σε pdf Συνέντευξη Ντέβιν Νάαρ)

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η σαλονικιώτικη εικόνα της Θεσσαλονίκης

Σχολιάστε