Η μείωση των μισθών δεν αποτελεί μονόδρομο για την αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, μπορεί μάλιστα να οδηγήσει και στα αντίθετα αποτελέσματα, υποστηρίζει μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ). Παράλληλα, η μελέτη αντικρούει την άποψη ότι στην Ελλάδα δόθηκαν υπερβολικές αυξήσεις σε μισθούς.
Από το 2000 έως το 2010 το (ονομαστικό και όχι το πραγματικό, δηλαδή το αποπληθωρισμένο) κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 30%. Η αύξηση του μέσου ωρομισθίου κατά 30% για την παραγωγή του ιδίου προϊόντος αναμφίβολα καθιστούσε δυσχερέστερη την πώληση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, στον βαθμό όμως που το μοναδιαίο κόστος εργασίας άλλων χωρών δεν ακολουθούσε την ίδια αυξητική πορεία. Ήταν όμως έτσι; Υπήρχαν δηλαδή στην Ελλάδα υπερβολικές αυξήσεις μισθών σε σχέση με τους εταίρους μας; Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat που επεξεργάστηκε το ΕΙΕΑΔ, στις 25 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ στην Ευρώπη το μοναδιαίο κόστος εργασίας (βλ. τέλος κειμένου) μεταξύ 2000 και 2010 σημείωσε αύξηση επίσης στα ελληνικά επίπεδα (με εξαίρεση τη Γερμανία), άρα αυτό δεν δικαιολογεί απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας έναντι της Ευρώπης εξαιτίας του κόστους εργασίας. Επιπλέον, αν η αύξηση του μοναδιαίου κόστος εργασίας (μ.κ.ε.) στην Ελλάδα συγκριθεί με τον μ.ό. της ΕΕ των 15, η ψαλίδα κλείνει στο 13,6%, ενώ αν η σύγκριση γίνει με τους 35 εμπορικούς εταίρους της χώρας μας (εντός και εκτός ΕΕ-15), στο 2,2%!
ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ
Με βάση τις προβλέψεις του Μνημονίου ΙΙ και τις δεσμεύσεις της προηγούμενης Βουλής, για να καταπολεμηθεί η ανεργία και να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα με βάση το κόστος τίθεται ο στόχος μείωσης του ονομαστικού μ.κ.ε. κατά 15% στο διάστημα 2012-14. Βέβαια, όπως επισημαίνεται στη μελέτη του Ινστιτούτου, από το μνημόνιο απουσιάζει πλήρως η λέξη παραγωγικότητα. Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Γιατί ο στόχος του Μνημονίου ΙΙ για μείωση του μ.κ.ε. κατά 15% δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη μείωση του μέσου κόστους εργασίας αλλά τη μείωση του πηλίκου κόστους/παραγωγικότητας κατά 15%. Πρακτικά, όσο περισσότερο αυξηθεί η παραγωγικότητα τόσο λιγότερο απαιτείται να μειωθούν οι μισθοί για να μειωθεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας. “Κάτι τέτοιο θα ήταν βέβαια πολύ δύσκολο, αλλά όχι εντελώς ανέφικτο. Το ότι η παραγωγικότητα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 4,4% μέσα σε ένα μόνο έτος (2009-2010), σε συνδυασμό με την ικανότητά της να αυξάνεται επί σειρά ετών (2000-2009) παρά την απουσία στοχευμένων πολιτικών, σημαίνει ότι η σημαντική ανάκαμψή της είναι μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων της”, επισημαίνεται στη μελέτη. Εάν η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αρχίσει και πάλι να αυξάνεται κατά 4%, τότε μέσα σε τρία χρόνια η παραγωγικότητα μπορεί να αυξηθεί κατά 12%, και αν παράλληλα μειωθεί το μη μισθολογικό μέρος του κόστους εργασίας (που είναι το 38% του συνολικού), δεν θα απαιτηθεί καμία μείωση των μισθών για να πιάσουμε τον μνημονιακό στόχο. Αν απλώς μειωθούν οι μισθοί αλλά την ίδια ώρα η παραγωγικότητα συνεχίσει να μειώνεται, θα χάσουμε και τον στόχο και… το 15% των μισθών.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Η παραγωγικότητα της εργασίας αναφέρεται στον παραγόμενο πλούτο ανά εργατοώρα. Εξαρτάται από την απόδοση του εργαζόμενου, αλλά όχι μόνο. Όσο πιο προηγμένο είναι το τεχνολογικό περιβάλλον της παραγωγικής διαδικασίας, τόσο πιο παραγωγική είναι κάθε ώρα που συνεισφέρει ο εργαζόμενος στην παραγωγική διαδικασία. Η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται και από το επίπεδο των υποδομών που σχετίζονται με την παραγωγή (δίκτυα μεταφορών, δίκτυα επικοινωνίας, δίκτυα πωλήσεων), που με τη σειρά τους σχετίζονται με τις περιλάλητες διαρθρωτικές αλλαγές. Επιπλέον, η παραγωγικότητα αυξάνεται με την εισαγωγή καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και προϊόντων, καθώς και από νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας που ενθαρρύνουν και αξιοποιούν αντί να περιορίζουν τη γνώση και την επινοητικότητα των εργαζομένων – κοινώς με τις επενδύσεις. Αν λοιπόν η μείωση του κόστους οδηγήσει τους εργοδότες να αναβάλουν την επένδυση σε νέες τεχνολογίες, έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι αντίστροφα από τα επιθυμητά.
Ποιοι επωφελήθηκαν κατά τη “χρυσή” δεκαετία
Το μοναδιαίο κόστος εργασίας της Ελλάδας ξεκίνησε το 2000 από επίπεδο κατά 21,9% χαμηλότερο αυτού της Γερμανίας, για να καταλήξει το 2010 να είναι 4,4% υψηλότερο της Γερμανίας και συνολικά αυξήθηκε με ονομαστικές τιμές κατά 35,8% μέσα σε 10 χρόνια.
Η μεγαλύτερη αύξηση μοναδιαίου κόστους εργασίας (91%) καταγράφεται στους κλάδους Χρηματοπιστωτικών και Επιχειρηματικών υπηρεσιών.
Στη Βιομηχανία (μεταποίηση, ορυχεία καθώς και παροχή νερού και ηλεκτρικού) σημειώθηκε αύξηση 74,4% και ειδικότερα στη Μεταποίηση 65,7%.
Τη μικρότερη αύξηση, κατά μόλις 1,7%, σημείωσε το μοναδιαίο κόστος εργασίας του τομέα Εμπόριο-Τουρισμός-Μεταφορές, ακολουθούμενο από τον τομέα των Εμπορεύσιμων Υπηρεσιών κατά 18,3%.
Στον κλάδο των Κατασκευών το μοναδιαίο κόστος εργασίας παρουσίασε ετήσιες αυξομειώσεις. Μέσα σε ένα έτος -από το 2001 στο 2002, ενόψει αναθέσεων ολυμπιακών έργων- το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 21,3%.
Όπως επισημαίνεται, “το ότι το μέσο κόστος εργασίας αυξανόταν ταχύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να αποδοθεί στο υψηλό επίπεδο πληθωρισμού”. Επιπλέον η μελέτη καταδεικνύει ότι την προηγούμενη δεκαετία η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν ταχύτερα από τους πραγματικούς μισθούς, δηλαδή περισσότερο κερδισμένοι από τους εργαζόμενους ήταν οι επιχειρηματίες-εργοδότες. “Συνεπώς δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία η κρατούσα αντίληψη ότι το παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδας κατέρρευσε τελικά υπό το βάρος υπερβολικών μισθολογικών αυξήσεων που εξασφάλιζαν ισχυρά συνδικάτα και πελατειακό κράτος”, επισημαίνει ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού Σταύρος Γαβρόγλου, που υπογράφει τη μελέτη.
——————————————————————————————-
Το μοναδιαίο κόστος εργασίας
Το (ονομαστικό) μοναδιαίο κόστος εργασίας μετράει πόσο κοστίζουν τα εργατικά του μέσου ελληνικού προϊόντος (Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας = Συνολικό Κόστος Εργασίας/ΑΕΠ). Το μοναδιαίο κόστος εργασίας θεωρείται από μεγάλο φάσμα αναλυτών ως ίσως ο πλέον χαρακτηριστικός δείκτης ανταγωνιστικότητας κόστους -ή ανταγωνιστικότητας τιμής- επειδή παρέχει έναν μετρήσιμο, περιεκτικό όσο και συνοπτικό τρόπο αποτίμησης της δυνατότητας μιας οικονομίας να παράγει προϊόντα υψηλής αξίας με χαμηλό κόστος εργασίας/τιμή πώλησης.
——————————————————————————————-
Σοφία Χριστοφορίδου
sofiachristoforidou@yahoo.gr
εδώ ολόκληρη η μελέτη