Aκακιες Κωνσταντινουπολεως

Ο Ορέστης έμεινε ορφανός 11 ετών, παραμονές του πολέμου. Η μάνα του το σκέφτηκε πολύ. Το ζύγιασε από δω, το μέτρησε από κει… Τι θα γινόταν αυτή, μια νέα γυναίκα, χήρα με δυο παιδιά, μόνη στην Πόλη; Κι αν έμπαινε η Τουρκία σε τούτο τον πόλεμο, όπως είχε γίνει και στον Μεγάλο; To είχε δει με τα μάτια της τι έγινε τότε, με την είσοδο του ελληνικού στρατού που κατέληξε στη μικρασιατική καταστροφή…

Τον Οκτώβριο του 1940 αποφάσισε να φύγει. Είχε κάτι ξαδέρφες στη Θεσσαλονίκη, όλο και κάτι θα βρισκόταν. Που να ‘ξερε ότι σε λίγες μέρες η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο και θα βίωνε την κατοχή, ενώ αντιθέτως η Τουρκία θα έμενε αμέτοχη; Τα χρόνια που έζησαν ήταν δύσκολα. Κατοχή, πείνα, και μια οικογένεια να προσπαθεί να ριζώσει.

albizia_er_3

Κάποτε πέρασαν όλα αυτά, κι ο πιτσιρικάς από την Πόλη μεγάλωσε, έγινε γιατρός, έφτιαξε τη δική του οικογένεια. Στην αυλή του σπιτιού του ζήτησε να φυτευτούν τρεις ακακίες Κωνσταντινουπόλεως και δυο μανόλιες. Και καλά οι μανόλιες που είναι χάρμα οφθαλμών, τις ακακίες τι τις ήθελε; «Σκιά δεν κάνουν, τα λουλούδια τους πέφτουν στη γη και κολλάει ο τόπος»- γκρίνιαζαν τα παιδιά του, που στο μεταξύ μεγάλωσαν και στήσαν σπιτικό στην ίδια αυλή.
Με τα πολλά, τα παιδιά έκοψαν το ένα δέντρο, έκοψαν και το άλλο. Θέλαν να κόψουν και το τρίτο- «μα γιατί το κρατάμε επιτέλους; επειδή έχει το όνομα της αγαπημένης σου Πόλης;». «Εκεί, στην Πόλη, είχαμε μανόλιες- γεμάτος ο τόπος από δαύτες. Ούτε που τις ξέραμε αυτές τις ακακίες, κι ας τις λένε Κωνσταντινουπόλεως» τους απάντησε.
Και πράγματι, το όνομα αυτό της κόλλησε στο δρόμο, στο ταξίδι της από την Ασία στην Ευρώπη. Από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ο Φιλίππο ντελι Αλμπίτσι, στα μέσα του 18ου αιώνα, με προορισμό την Τοσκάνη, μεταφέροντας στις αποσκευές του το φυτό με τα μεταξένια άνθη. Έτσι το λέγαν και οι πέρσες, julibrissim, πα να πει γκουλ που σημαίνει λουλούδι και αμπρισάμ που είναι το μετάξι. Άλλοι λέγαν ότι το φυτό ήρθε απο την Ιαπωνία. Πως ξέρει;
»Μια φορά, εγώ εδώ τις είδα. Στο πρώτο σπίτι που μας βρήκαν να μείνουμε τα ξαδέρφια της γιαγιάς σας, στην οδό Ολύμπου, όλος ο δρόμος ήταν κατάφυτος, αριστερά και δεξιά. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής είχε πέσει πείνα μεγάλη. Όταν δεν είχαμε να φαμε ξύναμε τη φλούδα από τον κορμό, τη βράζαμε στο νερό, βάζαμε και λίγη ζάχαρη- αν είχαμε την τύχη να έχουμε ζαχαρη- και το πίναμε για να ξεγελάσουμε το στομάχι μας».
Πάνε πέντε χρόνια που πέθανε ο γιατρός από την Πόλη. Η μια και μοναδική ακακία Κωνσταντινουπόλεως έμεινε εκεί, ρίζωσε και θέριεψε. Και κανείς πια δεν γκρινιάζει για τη σκιά που δεν κάνει, για τα λουλούδια της που κολλάν. Ούτε καν για το ότι δεν είναι «Κωνσταντινουπόλεως». Γιατί μήπως είναι ακακία; Ψευδοακακίες τις λέν, γιατί είναι από άλλη οικογένεια, και το πραγματικό τους όνομα είναι Αλβιζία η ροδομέταξος ή Αλβιζία η γιουλιβρισίμη. Κι ας μη μένουν πια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, για τα παιδιά του Ορέστη, αυτό το δέντρο είναι η ακακία της οδού Ολύμπου.

 

Σχολιάστε